Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανθυπολοχαγός

См. также в других словарях:

  • ανθυπολοχαγός — ο ο μικρότερος βαθμός αξιωματικού στον στρατό ξηράς …   Dictionary of Greek

  • ανθυπολοχαγός — ο ο κατώτερος βαθμός αξιωματικού στο στρατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Greek military ranks — Modern Greek military ranks are based on Ancient Greek Byzantine terminology, even though the ranks correspond to those of other Western armies. For example, ancient hoplite unit of approximately 100 men, the lochos, is today the name for a… …   Wikipedia

  • NATO-Rangcode — Der NATO Rangcode, der im Standardization Agreement 2116 (STANAG) definiert ist, dient der Vergleichbarkeit der Dienstgrade der verschiedenen Streitkräfte der 28 Mitgliedsstaaten der NATO. Er besteht aus einer Buchstaben Ziffern Kombination …   Deutsch Wikipedia

  • Национальная гвардия Республики Кипр — Εθνική Φρουρά Эθники Фрура Национальная Гвардия Эмблема национальной гвардии Республики Кипр Страна …   Википедия

  • Comparative officer ranks of World War II — The following table shows comparative officer ranks of major Allied and Axis powers during World War II. For modern ranks refer to Comparative military ranks. KEY: Navy Army Air Force[1] Waffen SS/Allgemeine SS Generic ranks not specific to any… …   Wikipedia

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • ανθυπίατρος — ο ο ανθυπολοχαγός στο σώμα του Υγειονομικού του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ανθυπίλαρχος — ο ο ανθυπολοχαγός στο όπλο του ιππικού τεθωρακισμένων του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • πανάς — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά, που καταγόταν από ευγενή οίκο της Ισπανίας. Κατά την παράδοση, μέλη του οίκου αυτού πήραν μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολλοί γόνοι της οικογένειας αναφέρονται εγγράφως ως ευγενείς της Κεφαλονιάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»