-
1 ανθρωπιστικός
η, ό[ν]1) гуманистический; гуманный; 2) гуманитарный -
2 ανθρωπιστικός
humain -
3 ανθρωπιστικός
1) humanistyczny przym.2) humanitarny przym.3) ludzki przym. -
4 ανθρωπιστικός
1) humánní2) lidský -
5 ανθρωπιστικός
humaneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανθρωπιστικός
-
6 συν-ανθρωπιστικός
συν-ανθρωπιστικός, ή, όν, gern mit oder unter Menschen lebend, Sp.
-
7 гуманитарный Ιγκσυμανιτάρνυϊ/][/*] εκ. ανθρωπιστικός
[γκουμάνναστ"] ουσ. θ. ανθρωπιάРусско-греческий новый словарь > гуманитарный Ιγκσυμανιτάρνυϊ/][/*] εκ. ανθρωπιστικός
-
8 гуманитарный Ιγκσυμανιτάρνυϊ][/*] επ ανθρωπιστικός
[γκουμάνναστ"] ουσ θ ανθρωπιάРусско-эллинский словарь > гуманитарный Ιγκσυμανιτάρνυϊ][/*] επ ανθρωπιστικός
-
9 гуманитарный
ανθρωπιστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гуманитарный
-
10 humanistyczny
ανθρωπιστικός -
11 humanitarny
ανθρωπιστικός -
12 гуманитарный
гуманитарный ανθρωπιστικός \гуманитарныйые науки οι ηθικές επιστήμες* * *гуманита́рные нау́ки — οι ηθικές επιστήμες
-
13 гуманизм
ο ανθρωπισμός, ο ουμανισμός (ξεν.)- CT ο ανθρωπιστής, ο ουμανιστής- стический ανθρωπιστικός, ουμανιστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гуманизм
-
14 гуманистический
гуман||исти́ческийприл οὐμανιστικός, ἀνθρωπιστικός. -
15 гуманитарный
гуманитарн||ыйприл ἀνθρωπιστικός:\гуманитарныйые науки οἱ ἀνθρωπιστικές (или ὁΐ ίστόρικο-φιλολογικές) ἐπιστήμες, ἡ ἀνθρωπιστική παιδεία. -
16 humane
[hju'mein](kind; not cruel: a humane man; a humane way to kill rats and mice.) ανθρωπιστικός- humanely- humaneness -
17 гуманистический
επ.1. ανθρωπιστικός, ουμανιστικός.2. βλ. гуманный. -
18 гуманный
επ., βρ: -манен, -манна, -манноανθρώπινος, -ός, ανθρωπιστικός•гуманный человек ο φιλάνθρωπος•
гуманный поступок φιλάνθρωπη πράξη.
-
19 человеческий
επ.1. ανθρώπινος, του ανθρώπου•человеческий труд η ανθρώπινη εργασία•
человеческий организм ο ανθρώπινος οργανισμός•
-ое общество η ανθρώπινη κοινωνία•
человеческий род το ανθρώπινο γένος.
2. ανθρωπιστικός•-ое обращение с кем-н. ανθρώπινη συμπεριφορά με κάποιον.
|| ιδιάζων στον άνθρωπο•-ие недостатки ανθρώπινα ελαττώματα (αδυναμίες).
-
20 человечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноανθρωπιστικός, ανθρώπινος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανθρωπιστικός — ή, ό 1. ο ικανός, ο αρμόδιος να εξευγενίσει και να εκπολιτίσει σύμφωνα με τις αρχές του ανθρωπισμού 2. αυτός που αναφέρεται στη θεωρία του ανθρωπισμού και διεξάγεται ή οργανώνεται σύμφωνα μ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται στον… … Dictionary of Greek
ανθρωπιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τις απόψεις των ανθρωπιστών (βλ. λ.). 2. αυτός που είναι κατάλληλος να μορφώνει, να εξευγενίζει: Οι ανθρωπιστικές σπουδές εξευγενίζουν τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουμανιστικός — ή, ό [ουμανιστής] ανθρωπιστικός, σχετικός με τον ουμανισμό … Dictionary of Greek
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Ονέ, Ζορζ — (Georges Ohnet, Παρίσι 1848 – 1918). Γάλλος συγγραφέας. Υπήρξε γονιμότατος συγγραφέας μυθιστορημάτων τα οποία συγκέντρωσε στον κύκλο Οι μάχες της ζωής (1881) και τα οποία υπήρξαν πολύ δημοφιλή στην εποχή τους εξαιτίας κυρίως των θεατρικών τους… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek