-
1 непоправимый
-
2 невозвратимый
невозврати́м||ыйприл ἀνεπίστρεπτος, ἀνεπίστροφος, πού δέν ξαναγυρίζει / ἀνεπανόρθωτος (непоправимый):\невозвратимыйая потеря ἡ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια. -
3 необратимый
необратимыйприл ἀνεπανόρθωτος. -
4 непоправимый
непоправи́м||ыйприл ἀνεπανόρθωτος, ἀθεράπευτος, ἀγιάτρευτος:\непоправимыйое несчастье τό ἀγιάτρευτο κακό· \непоправимыйая ошибка τό ἀνεπανόρθωτο σφάλμα. -
5 непоправимый
[νιπαπραβίμυϊ] εκ. ανεπανόρθωτος -
6 непоправимый
[νιπαπραβίμυϊ] επ ανεπανόρθωτος -
7 невознаградимый
επ., βρ: -дам, -а, -о1. ανεκτίμητος, ατίμητος•-ая услуга ανεκτίμητη υπηρεσία.
2. ανεπανόρθωτος•-ая утрата ανεπανόρθωτη απώλεια•
неволей βλ. волей-неволей.
-
8 неисправимый
επ., βρ: -вим, -а, -оαδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος αγιάτρευτος, αθεράπευτος. -
9 некомпенсированный
επ.δυσαναπλήρωτος, ανεπανόρθωτος.. -
10 непоправимый
επ., βρ: -вим, -а, -оανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος, αγιάτρευτος•-ая ошибка αδιόρθωτο λάθος•
-ое несчастье ανεπανόρθωτο κακό (δυστύχημα).
См. также в других словарях:
ανεπανόρθωτος — η, ο (Α ἀνεπανόρθωτος, ον) εκείνος που δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί, μη επιδεχόμενος επανόρθωση, αθεράπευτος αρχ. 1. εκείνος που παρέμεινε αδιόρθωτος, που δεν επανορθώθηκε 2. που δεν χρειάζεται διόρθωση, τέλειος … Dictionary of Greek
ανεπανόρθωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να επανορθωθεί, να γιατρευτεί: Η ζημία που είχε πάθει δεν ήταν ανεπανόρθωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπανόρθωτον — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem acc sg ἀνεπανόρθωτος irreparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτου — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτους — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτῳ — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανόρθωτα — ἀνεπανόρθωτος irreparable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανόρθωτοι — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρεπτος — η, ο (AM ἄτρεπτος, ον) [τρέπω] 1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος 2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος αρχ. μσν. επίρρ. ἀτρέπτως χωρίς μεταβολή αρχ. 1. ανεπανόρθωτος 2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι 3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος 4.… … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek