Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανεμοθύελλα

См. также в других словарях:

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • αγριοσίφωνας — και ουνας, ο δυνατός σίφουνας, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα …   Dictionary of Greek

  • αστρικός — ή, ό (AM ἀστρικός, ή, όν) [άστρον] αυτός που έχει σχέση με τ άστρα ή που προέρχεται απ αυτά νεοελλ. αρχ. το θηλ. ως ουσ. η αστρική 1. η αστρολογία 2. η μοίρα του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό 1. το πεπρωμένο, το ριζικό 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • δρόλαπας — ο σφοδρός αέρας με δυνατή βροχή, ανεμοθύελλα, καταιγίδα: Ξερά φύλλα που τα παίρνει ο δρόλαπας (Κόντογλου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεομηνία — η κάθε αιτία (ανεμοθύελλα, χαλάζι, σεισμός κτλ.) που προξενεί μεγάλες καταστροφές, ιδιαίτερα στη γεωργία: Σ αυτούς που πλήττονται από θεομηνίες το κράτος χορηγεί έκτακτη βοήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»