Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αναρρώνω

  • 1 αναρρώνω

    [анарроно] р. выздоравливать, поправляться,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναρρώνω

  • 2 выздоравливать

    выздоравливать, выздороветь αναρρώνω, γίνομαι καλά; \выздоравливатьите περαστικά σας
    * * *
    = выздороветь
    αναρρώνω, γίνομαι καλά

    выздора́вливайте — περαστικά σας

    Русско-греческий словарь > выздоравливать

  • 3 поправить

    поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω
    * * *
    διορθώνω, επανορθώνω ( исправить); τροποποιώ ( изменить)

    Русско-греческий словарь > поправить

  • 4 поправиться

    1) ( выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω
    2) ( пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω

    Русско-греческий словарь > поправиться

  • 5 выздоравливать

    выздоравливать
    несов ἀναρρώνω, ἀναρρωνύω, γίνομαι καλά, ἀναλαμβάνω

    Русско-новогреческий словарь > выздоравливать

  • 6 крепнуть

    крепнуть
    несов ἀναρρώνω, δυναμώνω, ἀναλαμβάνω.

    Русско-новогреческий словарь > крепнуть

  • 7 оправиться

    оправить||ся
    1. (выздоравливать) γίνομαι καλα, ἀναρρώνω, ξαναδυναμώνω·
    2. (приходить в себя, достигать прежнего состояния) συνέρχομαι:
    \оправитьсяся от испуга συνέρχομαι μετά ἀπό φόβο.

    Русско-новогреческий словарь > оправиться

  • 8 подниматься

    поднима||ться
    1. (вставать) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, ἀνίσταμαι, ἀνεγείρομαι:
    \подниматьсяться со своего́ места σηκώνομαι ἀπό τήν θέση μου· \подниматьсяться с постели а) σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι,.6) (после болезни) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω·
    2. (наверх) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι / ἀναδύομαι (всплывать):
    \подниматься-ться иа́ гору ἀνεβαίνω στό βουνό· \подниматьсяться по лестнице ἀνεβαίνω τή σκάλα·
    3. (повышаться) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω (άμετ.), αὐξάνομαι:
    цены \подниматьсяются οἱ τιμές ὑψώνονταν температу́ра \подниматьсяется ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει·
    4. (возникать) σηκώνομαι:
    \подниматьсяется шум ἀρχίζει θόρυβος·
    5. (восставать) ἐπαναστατώ, στασιάζω, ἐξεγείρομαι·
    6. (о тесте) φουσκώνω.

    Русско-новогреческий словарь > подниматься

  • 9 поправляться

    поправлять||ся
    1. (выздоравливать) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω, ἀναλαμβάνω, θεραπεύομαι·
    2. (полнеть) παχαίνω, παχύνω, χοντραίνω:
    вы очень поправились παχύνατε πολύ, δυναμώσατε καλά·
    3. (исправлять свою ошибку) διορθώνω τό λάθος μου, τό σφάλμα μού
    4. (о делах) διορθώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > поправляться

  • 10 крепнуть

    [κριέπνουτ'] ρ. αναρρώνω, δυναμώνω

    Русско-греческий новый словарь > крепнуть

  • 11 крепнуть

    [κριέπνουτ'] ρ αναρρώνω, δυναμώνω

    Русско-эллинский словарь > крепнуть

  • 12 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 13 выздороветь

    -ею, -еешь
    ρ.σ.
    ξαρρωσταίνω, γερεύω, γίνομαι καλά, ανακτώ την υγεία, αναρρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > выздороветь

  • 14 выкарабкаться

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ.
    βγαίνω με δυσκολία. || μτφ. απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι. || ξαρρωσταίνω, γερεύω, αναρρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > выкарабкаться

  • 15 выправить

    -влю, -вишь, προστκ. выправь κ. выправи
    ρ.σ.μ.
    1. ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω, ευθειάζω•

    выправить согнувшийся гвоздь ισιώνω στραβωμένο καρφί.

    2. διορθώνω•

    выправить положение διορθώνω την κατάσταση.

    || επιφέρω, κάνω διορθώσεις•

    выправить корректуру διορθώνω το τυπογραφικό δοκίμιο.

    || ακονίζω, τροχίζω.
    3. συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ.
    1. διορθώνομαι.
    2. τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι.
    3. γερεύω, δυναμώνω, αναρρώνω.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. выправить 1);
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) κατορθώνω να βγάλω (να πάρω) έγγραφο•

    выправить паспорт κατορθώνω να πάρω ταυτότητα.

    Большой русско-греческий словарь > выправить

  • 16 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 17 оздороветь

    ρ.σ. (απλ.) γερεύω, αναρρώνω, ανακτώ την υγεία.

    Большой русско-греческий словарь > оздороветь

  • 18 оправить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. διορθώνω, τακτοποιώ, ισιάζω, διευθετώ συγυρίζω•

    постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    оправить скатерть διευθετώ το τραπεζομάντηλο.

    2. παλ. δικαιολογώ απαλλάσσω, αθωώνω.
    1. διορθώνομαι, τακτοπο ιούμα ι, ευτρεπίζομαι, συγυρίζομαι.
    2. καλλιτερεύω τη θέση, την κατάσταση.
    3. αναλαβαίνω, δυναμώνω, ξεγυρίζω, γερεύω, αναρρώνω. || συνέρχομαι•

    оправить от смущения, испуга συνέρχομαι από την ταραχή, το φόβο.

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    συναρμόζω, ενδέω, σφηνώνω (διαμάντια, πολύτιμα πετράδια). || πλαισιώνω, προσαρμόζω.

    Большой русско-греческий словарь > оправить

  • 19 отболеть

    ρ.σ. περνώ την αρρώστεια,γερεύω, ξαρρωσταίνω, αναρρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отболеть

  • 20 отдышаться

    -ышусь, -ышишься, ρ.σ.
    1. ξανασαίνω, ανασαίνω, παίρνω ανάσα, αναπνοή.
    2. μτφ. (απλ.) γερεύω, αναρρώνω, αναλαβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > отдышаться

См. также в других словарях:

  • αναρρώνω — αναρρώνω, ανάρρωσα και ανέρρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • αναρρώνω — ανάρρωσα, συνέρχομαι από αρρώστια, δυναμώνω: Βγήκε από το νοσοκομείο, αλλά δεν έχει αναρρώσει εντελώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάρρωση — η (Α ἀνάρρωσις) [αναρρώνω] ανάκτηση της υγείας, απαλλαγή από την αρρώστια …   Dictionary of Greek

  • αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναδώνω — 1. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ασθένεια, αναλαμβάνω, αναρρώνω 2. (για φυτά) βλαστάνω, φυτρώνω 3. αναδίδω υγρασία, κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δώνω, μεταπλασμένος τ. αντί δίδω. ΠΑΡ. αναδωμός] …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλώνω — 1. ορθώνω, υψώνω το κεφάλι 2. αναλαμβάνω οικονομικά, γίνομαι κάτοχος περιουσίας 3. αναλαμβάνω σωματικά, αναρρώνω, συνέρχομαι 4. (για χρέος, τού οποίου οι τόκοι εξισώνονται με το κεφάλαιο) διπλασιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κεφαλώνω] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • αναραγίζω — και ρραγιζω και –ραΐζω (Α ἀναρραΐζω) νεοελλ. 1. ραγίζω μόλις, ελαφρά 2. παθαίνω ανεπανόρθωτη εξάντληση ή κατάπτωση 3. (για παιδιά) χάνω κάπως την ευεξία μου αρχ. συνέρχομαι μετά από σοβαρή ασθένεια, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναρρωτήριο — το νοσηλευτικό ίδρυμα, όπου παρακολουθείται μόνο και υποβοηθείται η θεραπεία των ασθενών, δίχως να γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία («αναρρωτήριον ηθικόν»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»