-
1 αναπάντεχος
[анапандэхос] εκ. неожиданный, нежданный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναπάντεχος
-
2 внезапный
внезапный ξαφνικός, αιφνίδιος αναπάντεχος (неожиданный)* * *ξαφνικός, αιφνίδιος; αναπάντεχος ( неожиданный) -
3 неожиданный
неожиданный απροσδόκητος, αναπάντεχος* απρόοπτος (непредвиденный)' ξαφνικός (внезапный)* * *απροσδόκητος, αναπάντεχος; απρόοπτος ( непредвиденный); αφνικός ( внезапный) -
4 нежданиый
неждани||ыйприл ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀναπάντεχος, ξαφνικός:\нежданиыйый гость ἀναπάντεχος μουσαφίρης. -
5 внезапный
внезапн||ыйприл ξαφνικός, ἀναπάντεχος, αἰφνίδιος:\внезапныйая смерть ὁ αίφνίδιος (или ξαφνικός) θάνατος· \внезапныйое нападение ἡ αίφνι-διαστική ἐπίθεση. -
6 неожиданныиприл
неожи́данн||ыиприлἀπροσδόκητος, ἀναπάντεχος, αίφνίδιος, ἀπρόοπτος, ξαφνικός, ἀπρόσμενος:\неожиданныиприлый случай τό ἀπρόοπτο συμβάν \неожиданныиприлое нападение ἡ αἰφνιδιαστική ἐπίθεση. -
7 непредвиденный
непредви́денн||ыйприл ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀπρόβλεπτος, ἀναπάντεχος:\непредвиденныйые расходы τά ἀπρόβλεπτα ἐξοδα.
См. также в других словарях:
αναπάντεχος — αναπάντεχος, η, ο και ανεπάντεχος, η, ο επίρρ. α (στερητ. αν και ρ. απαντέχω = περιμένω), αυτός που δεν περιμένουμε, απροσδόκητος: Αναπάντεχα νέα μάς έφερες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπάντεχος — και ανεπάντεχος και ανηπάντεχος και απάντεχος, η, ο 1. αυτός που δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, απρόβλεπτος, ανέλπιστος, ξαφνικός 2. το ουδ. ως ουσ. αυτό που συμβαίνει απροσδόκητα, το απρόοπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπάντεχος < αν * στερ. + … Dictionary of Greek
άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) … Dictionary of Greek
ακαρτέρευτος — η, ο [καρτερεύω] ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος) … Dictionary of Greek
ακαρτέρητος — η, ο (Α ἀκαρτέρητος, ον) [καρτερῶ] 1. αυτός που δεν δείχνει καρτερία, ανυπόμονος 2. πρόθυμος, ζωηρός νεοελλ. απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. ο ανυπόφορος … Dictionary of Greek
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
αλόγιαστος — η, ο ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος 2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος 3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λογιαστός < λογιάζω] … Dictionary of Greek
ανέλπιστος — η, ο (AM ἀνέλπιστος, ον) μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος 2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός 3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον το να μην ελπίζεις… … Dictionary of Greek
απροσδόκητος — η, ο (AM ἀπροσδόκητος, ον) [προσδοκώ] αυτός που δεν τον περιμένει κανείς, αναπάντεχος αρχ. αυτός που δεν περιμένει ότι θα συμβεί κάτι … Dictionary of Greek
απρόσμενος — η, ο απροσδόκητος, αναπάντεχος … Dictionary of Greek
δυσέλπιστος — δυσέλπιστος, ον (Α) 1. δύσελπις 2. αναπάντεχος … Dictionary of Greek