-
1 перемешать
перемешать, перемешивать ανακατώνω· ανακατεύω, αναμιγνύω (смешивать вместе)* * *= перемешиватьανακατώνω; ανακατεύω, αναμιγνύω ( смешивать вместе) -
2 мешать
меш||ать Iнесов ἐμποδίζω / ἐνοχλώ, ἀνησυχώ (беспокоить)/ στενοχωρώ (стеснять)· ◊ не \мешатьа́ет..., не \мешатьало бы... разг δέν θά πείραζε..., δέν θοταν ἄσχη-μο...мешать IIнесов1. (размешивать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω:\мешать кашу ἀνακατεύω τό λαπά· \мешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα, ἀνακατεύω τή φωτιά στή σόμπα·2. (смешивать) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγχέω, μπερδεύω (путать):\мешать краски ἀναμιγνύω (или ἀνακατεύω) τίς μπογιές· \мешать ко́фе с цикорием ἀνακατώνω τόν καφέ μέ τό κιχώρι, \мешать вино́ с водой νερώνω τό κρασί. -
3 замесить
-ешу, -есишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замешенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αναμιγνύω, ανακατώνω.2. αρχίζω να αναμιγνύω, να ανακατώνω.αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι. -
4 замешать
ρ.σ.1. αναμιγνύω, ανακατεύω, μπλέκω, μπερδεύω (σε επικίνδυνη, άσχημη υπόθεση).2. αρχίζω να αναμιγνύω κλπ. ρ. 1 σημ.1. ανακατεύομαι, χάνομαι,• замешать в толпу ανακατεύομαι, στο πλήθος.2. μπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμιγνύομαι, (σε επικίνδυνη, βρωμερή υπόθεση).3. παλ. παθαίνω σύγχυση,τα χάνω.4. αρχίζωι να αναμιγνύομαι, να ανακατεύομαι, να μπλέκομαι, να μπερδεύομαι. -
5 замешивать
замешивать Iнесов ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω:\замешивать тесто ζυμώνω τό ζυμάρι.замешивать IIнесов (кого-л. во что-л.) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω / περιπλέκω, μπερδεύω (впутывать). -
6 перемешать
перемешатьсов, перемешивать несов1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω:\перемешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα τής σόμπας·2. (спутывать) συγχέω, ἀνακατώνω. -
7 примешать
примешатьсов, примешивать несов ἀνακατεύω, ἀναμιγνύω, προσθέτω. -
8 разбалтывать
разбалтывать Iнесов (размешивать) разг ἀνακατεύω, ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω/ διαλύω (растворять).разбалтывать IIнесов (разглашать) разг φλυαρώ (μετ.)/ φανερώνω (секрет, тайну). -
9 размешивать
размешивать Iнесов ζυμώνω:\размешивать тесто́ ζυμώνω ζυμάρι· \размешивать глину ζυμώνω λάσπη.размешивать IIнесов1. (смешивать) ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω, συμφύρω:\размешивать сахар в ко́фе ἀνακατώνω τήν ζάχαρη μέ τόν καφέ·2. (помешивать чем-л.) ἀνακατώνω, ἀνασκαλεύω, σκαλίζω:\размешивать у́г ли σκαλίζω τά κάρβουνα. -
10 смешивать
смеш||иватьнесов1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγκερνώ (тк. жидкость)·2. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω·3. (перепутывать) συγχέω, μπερδεύω· \смешиватьива-ться1. (образовывать смесь) ἀναμιγνύομαι, ἀνακατεύομαι·2. (перепутываться) ἀνακατεύομαι, μπερδεύομαι· ◊ \смешиватьиваться с толпой χάνομαι μέσα στό πλήθος. -
11 размешивать
[ραζμιέσυβατ'] ρ. αναμιγνύω, ανακατώνω -
12 размешивать
[ραζμιέσυβατ'] ρ αναμιγνύω, ανακατώνω -
13 вмешать
ρ.σ.μ.1. επιμιγνύω, προσμιγνύω.2. μτφ. ανακατεύω, αναμιγνύω•его вмешать ли в это грязное дело τον έμπλεξαν σ’ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλιά).
1. αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι•вмешать в толпу ανακατεύομαι στο πλήθος.
2. παίρνω μέρος, συμμετέχω•вмешать в драку αναμιγνύομαι στον καβγά.
-
14 вплести
вплету, -тёшь, παρλθ. χρ. вплел, вплела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вплетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплетенный, βρ: -тен, -тена, -теноρ.σ.μ.εμπλέκω, πλέκω μέσα•вплести ленту в косу πλέκω ταινία (κορδέλλα) μέσα, στην πλεξούδα.
|| μτφ. μπλέκω, τυλίγω, αναμιγνύω, ανακατεύω•зачем ты вплел меня в эту аферу? γιατί μ’ ανακάτεψες σ’ αυτή την κομπίνα.
εμπλέκομαι, τυλίγομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
15 впутать
ρ.σ.μ.1. εμπλέκω, πλέκω μέσα.2. μτφ. τυλίγω, μπερδεύω, αναμιγνύω.εμπλέκομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. -
16 вымешать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымешанный, βρ: -шан, -а, -оανακατεύω, -ώνω, αναμιγνύω•вымешать известь с песком ανακατεύω την ασβέστη με τον άμμο.
-
17 домесить
-мешу, -месишьρ.σ.μ.τελειώνω το ανακάτωμα• ανακατώνω, αναμιγνύω ως το τέλος. -
18 месить
мешу, месишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. мешенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.μ. ανακατώνω, αναμιγνύω•месить глину ανακατώνω τη γλίνα.
ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι. -
19 мешать
мешать 1ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•
он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.
εκφρ.не -ает – δεν πειράζει•не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.2. επεμβαίνω,мешать 2ρ.δ.μ.1. αναμιγνύω, ανακατώνω•кашу ανακατώνω το κουρκούτι•
мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.
2. συμμιγνύω•мешать краски συμμιγνύω χρώματα.
|| συμφύρω•мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.
3. μπερδεύω, συγχέω•я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.
1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.2. μπερδεύομαι.3. συγχύζομαι.εκφρ.ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•мешать в уме (в рассудке) – κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό. -
20 перемешать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешанный, βρ: -шан, -а, -о.1. ανακατώνω, αναμιγνύω συμφύρω•перемешать цемент с песком ανακατώνω το τσιμέντο με τον άμμο.
2. μετατοπίζω, αλλάζω θέση, μεταθέτω, μετακινώ. || χαλνώ τη σειρά, την τάξη.3. κάνω σύγχυση, μπερδεύω (εκλαμβάνω ένα πρόσωπο για άλλο).ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αναμιγνύω — → δες αναμειγνύω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναμιγνύω — βλ. αναμειγνύω … Dictionary of Greek
ἀναμιγνύω — ἀναμῑγνύω , ἀναμίγνυμι mix up pres subj act 1st sg ἀναμῑγνύω , ἀναμίγνυμι mix up pres subj act 1st sg ἀναμῑγνύω , ἀναμίγνυμι mix up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
συγκατακεράννυμι — Α αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… … Dictionary of Greek
επικίρνημι — ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι* (Α) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω 2. παθ. ἐπικίρναμαι γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
κατακεράννυμι — και κατακερανύω AM αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κατακιρνώ — κατακιρνῶ (Μ) αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek