-
1 αναγκαστικός
-
2 ἀναγκαστικός
-
3 ἀναγκαστικός
ἀναγκαστικός, zwingend, νόμος, Plat. Legg. XI, 930 b u. Sp.
-
4 αναγκαστικος
-
5 ἀναγκαστικός
-
6 αναγκαστικός
η, ό[ν] вынужденный; принудительный; необходимый;αναγκαστική προσγείωση — вынужденная посадка;
αναγκαστικός νόμος — чрезвычайный закон
-
7 αναγκαστικός
[анангастикос]εκ. принудительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναγκαστικός
-
8 αναγκαστικός
[анангастикос] επ принудительный. -
9 ἀναγκαστικός
A compulsory, coercive, opp. συμβουλευτικός, of law, Pl.Lg. 930b;ὁ νόμος ἀ. ἔχει δύναμιν Arist.EN 1180a21
.2 cogent,σημείωσις Phld.Sign.4
, al.;λόγοι Id.Rh.1.247S.
, al. Adv.- κῶς Ascl. in Metaph.371.8
, S.E.P.1.193.3 Astrol., having the fixity of law, Vett.Val.19.34, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγκαστικός
-
10 κατ-αναγκαστικός
κατ-αναγκαστικός, ή, όν, zwingend, nöthigend, λόγος, E. M. 239, 43.
-
11 cebri
αναγκαστικός, εξαναγκαστικός -
12 αναγκαστικά
ἀναγκαστικόςcompulsory: neut nom /voc /acc plἀναγκαστικά̱, ἀναγκαστικόςcompulsory: fem nom /voc /acc dualἀναγκαστικά̱, ἀναγκαστικόςcompulsory: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 ἀναγκαστικά
ἀναγκαστικόςcompulsory: neut nom /voc /acc plἀναγκαστικά̱, ἀναγκαστικόςcompulsory: fem nom /voc /acc dualἀναγκαστικά̱, ἀναγκαστικόςcompulsory: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 αναγκαστικώτερον
ἀναγκαστικόςcompulsory: adverbial compἀναγκαστικόςcompulsory: masc acc comp sgἀναγκαστικόςcompulsory: neut nom /voc /acc comp sg -
15 ἀναγκαστικώτερον
ἀναγκαστικόςcompulsory: adverbial compἀναγκαστικόςcompulsory: masc acc comp sgἀναγκαστικόςcompulsory: neut nom /voc /acc comp sg -
16 обязательный
-
17 αναγκαστικών
-
18 ἀναγκαστικῶν
-
19 αναγκαστικόν
-
20 ἀναγκαστικόν
См. также в других словарях:
ἀναγκαστικός — compulsory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαστικός — ή, ό (Α ἀναγκαστικός, ή, όν) 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος 2. καταπιεστικός, φορτικός 3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. ῶς) με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από… … Dictionary of Greek
αναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία: Θα γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση πενήντα χιλιάδων στρεμμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναγκαστικά — ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc pl ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc/acc dual ἀναγκαστικά̱ , ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικώτερον — ἀναγκαστικός compulsory adverbial comp ἀναγκαστικός compulsory masc acc comp sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικῶν — ἀναγκαστικός compulsory fem gen pl ἀναγκαστικός compulsory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικόν — ἀναγκαστικός compulsory masc acc sg ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικώτατα — ἀναγκαστικός compulsory adverbial superl ἀναγκαστικός compulsory neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικαῖς — ἀναγκαστικός compulsory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικαί — ἀναγκαστικός compulsory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικοῖς — ἀναγκαστικός compulsory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)