-
1 αναβάνω
(αόρ. ανάβανα) μετ. обл вспоминать;κάποιος σ· αναβάνει — кто-то тебя вспоминает;
δεν τ· αναβάνει ο νούς μου — не могу вспомнить
-
2 αναβάλλω
(αόρ. ανάβαλα и ανέβαλον, παθ. αόρ. αναβλήθηκα и ανεβλήθην) μετ.1) откладывать, отсрочивать, переносить; 2) см. αναβάνω;§ μην αναβάλλεις διά την αύριρν ό, — п δύνασαι να εκτελέσεις σήμερον — не откладывай на завтра то, что можешь сделать сегодня
-
3 αναβιβάνω
обл см. αναβάνω -
4 αναθιβάλλω
обл см. αναβάνω -
5 αναθιβάνω
обл см. αναβάνω
См. также в других словарях:
αναβάνω — και αναβάλλω και αναθιβάνω και αναθιβάλλω και αθιβάλλω θυμούμαι, αναφέρω κάποιον: Παίζει τομάτι μου· κάποιος μ αναθιβάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)