-
1 наглый
-
2 бесстыдный
бесстыд||ныйприл ἀδιάντροπος, ἀναιδής, ἀναίσχυντος, αίσχρός. -
3 нескромный
нескромн||ыйприл1. ὁ μή μετριόφρων, ἀσεμνος·2. (неделикатный) ἀδιάκριτος:\нескромныйый вопрос ἡ ἀδιάκριτη ἐρώτηση·3. (неприличный) ὁ ἀναιδής, ὁ ἀναίσχυντος, ὁ ἀδιάντροπος. -
4 бесстыдный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αναιδής, αναίσχυντος•бесстыдный поступок αναίσχυντη πράξη.
-
5 бесцеремонный
επ., βρ: -монен, -монна, -монноαναιδής, αναίσχυντος, αυθάδης, κυνικός, ξετσίπωτος. -
6 наглый
επ., βρ: нагл, нагла, наглоαυθάδης, θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος• ιταμός. -
7 нахальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαυθάδης, -δικός, θρασύς• προκλητικός• αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αναίσχυντος. -
8 соромный
επ.ξεδιάντροπος, αναίσχυντος. -
9 срамник
-а α. -ца, -ы θ.ξεδιάντροπος, -η, αναιδής, αναίσχυντος. -
10 циник
-а α.1. κυνικός, οπαδός του κυνισμού.2. μτφ. αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος. -
11 циничный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно. κυνικός, αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος.
См. также в других словарях:
ἀναίσχυντος — shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσχυντος — η, ο επίρρ. α αδιάντροπος, αναιδής, θρασύς: Όλα όσα διαδίδει είναι αναίσχυντα ψέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναισχυντότερον — ἀναίσχυντος shameless adverbial comp ἀναίσχυντος shameless masc acc comp sg ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀναίσχυντος — ἀναίσχυντος , ἀναίσχυντος shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντότατα — ἀναίσχυντος shameless adverbial superl ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντότατον — ἀναίσχυντος shameless masc acc superl sg ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχύντως — ἀναίσχυντος shameless adverbial ἀναίσχυντος shameless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίσχυντον — ἀναίσχυντος shameless masc/fem acc sg ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠναίσχυντος — ἀναίσχυντος , ἀναίσχυντος shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντοτάτη — ἀναίσχυντος shameless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντοτάτοις — ἀναίσχυντος shameless masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)