-
1 ανήλικος
[аниликос] εκ. / ουσ. несовершеннолетний,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανήλικος
-
2 малолетний
-
3 несовершеннолетний
-
4 малолетний
малолет||ний1. прил μικρός (детский)! ἀνήλικος (несовершеннолетний):в \малолетнийнем возрасте σέ μικρή ήλικία· \малолетний преступник ὁ ἀνήλικος ἐγκληματίας·2. м τό παιδάκι. -
5 малолетний
-яя, -ееεπ.παιδικός•малолетний вограст παιδική ηλικία.
|| ανήλικος•-ие дети ανήλικα παιδιά.
|| ως ουσ. ανήλικος. -
6 маленький
маленьк||ийприл1. μικρός, μικρούτσικος:человек \маленькийого роста κοντός ἀνθρωπος·2. (незначительный) ἄσημος, ἀσήμαντος:\маленькийое расстояние ἡ μικρή ἀπόσταση [-ις]· он человек \маленький ἄσημος ἄνθρωπος, τό ἀσήμαντο πρόσωπο·3. (малолетний) μικρός, ἀνήλικος:\маленькийие дети τά ἀνήλικα παιδιά· ◊ \маленький, да удаленький погов. μικρός ἀλλά θαυματουργός. -
7 недоросль
недоросльм ὁ ἀνήλικος. -
8 несовершеннолетниений
несовершеннолетние||нийприл ἀνήλικος, ἄνηβος. -
9 подросток
подростокм ὁ ἀνήλικος / τό ἀγοράκι, ὁ νεανίας (ρ юноше) / ἡ νεάνιδα, τό κοριτσάκι (о девочке). -
10 малолетний
[μαλαλιέτνιϊ] επ. ανήλικος -
11 недоросль
[νιένταρασλ'] ουσ. α. ανήλικος -
12 несовершеннолетний
[νισαβιρσενναλιέτνιΐ] επ. ανήλικος -
13 несовершеннолетний
[νισαβιρσενναλιέτνιΐ] επ. ανήλικος -
14 малолетний
[μαλαλιέτνιϊ] επ ανήλικος -
15 недоросль
[νιένταρασλ'] ουσ α ανήλικος -
16 несовершеннолетний
[νισαβιρσενναλιέτνιϊ] επ ανήλικος -
17 несовершеннолетний
[νισαβιρσενναλιέτνιϊ] επ ανήλικος -
18 безбородый
επ.αγένειος, χωρίς γένεια. || μτφ. ανήλικος, αμούστακος. -
19 маленький
επ.1. μικρός•маленький дом μικρό σπίτι.
|| κοντός•-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•маленький человек κοντός άνθρωπος.
|| σύντομος•-ая речь μικρός λόγος (ομιλία).
|| ολιγάριθμος•маленький отряд μικρό τμήμα.
2. άσημος, ασήμαντος•-ая роль μικρός ρόλος•
-ая перемена μικρή αλλαγή•
я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.
3. ανήλικος•-ие дети μικρά! παιδιά.
ουσ. -ий, -ая μικρός•маленький плачет το μικρό κλαίει•
-ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.
εκφρ.по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός. -
20 малый
малый 1επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•-ая медведица η μικρή Αρκτος.
|| λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.
|| άσημος, απλός, αφανής•мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.
|| στενός•-ые сапоги μικρές μπότες.
ουσ. το λίγο•довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.
2. ανήλικος.εκφρ.с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•- ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).малый 2επ.1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•умный ξεφτεράκι.
3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνήλικος — not yet arrived at man s estate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… … Dictionary of Greek
ανήλικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τη νόμιμη ηλικία: Και ο νέος και η νέα ήταν ανήλικοι. 2. μικρόσωμος, μπασμένος: Μιλάς και συ, βρε ανήλικο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνήλικον — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem acc sg ἀνήλικος not yet arrived at man s estate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίκους — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίκων — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλίκῳ — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλικοι — ἀνήλικος not yet arrived at man s estate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… … Dictionary of Greek
χρημάτιο — το, Ν [χρήμα, χρήματος] 1. ρωμ. δίκ. περιουσία την οποία ένας ανήλικος μπορούσε να διαθέσει κατά κυριότητα ή τής οποίας είχε την επικαρπία 2. φρ. α) «πατρικό χρημάτιο» ρωμ. δίκ. περιουσία που δόθηκε για διαχείριση από πατέρα σε ανήλικο β)… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek