Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανέρχομαι

  • 1 взойти

    взойти 1) (подняться) ανεβαίνω, ανέρχομαι 2) (о семенах) φυτρώνω 3) (о небесных светилах) ανατέλλω
    * * *
    1) ( подняться) ανεβαίνω, ανέρχομαι
    2) ( о семенах) φυτρώνω

    Русско-греческий словарь > взойти

  • 2 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 3 подниматься

    1. (перемещаться куда-л. вверх) ανεβαίνω, ανέρχομαι 2. (принимать более высокое положение, смещаться по направлению вверх) ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω 3. (принимать стоячее положение) ανορθώνομαι, σηκώνομαι όρθιος 4. (вставая, трогаться с места) εγείρομαι, σηκώνομαι 5. (появляться, начинаться, возникать) εμφανίζομαι, γεννιέμαι 6. (становиться более высоким, более громким, достигать какой-л. высоты) υψώνομαι, ανεβαίνω 7. (увеличиваться, повышаться) αυξάνομαι, ανεβαίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подниматься

  • 4 восходить

    восход||и́ть
    несов
    1. (подниматься) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι·
    2. (о светилах) ἀνατέλλω, σηκώνομαι, ὑψώνομαι·
    3. (вести начало от чего-л.) ἀνάγομαι είς:
    это восходит к... αὐτό ἀνάγεται στό...

    Русско-новогреческий словарь > восходить

  • 5 воцариться

    воцариться
    сов, воцаряться несов
    1. ист. ἀνέρχομαι στό θρόνο[ν]·
    2. (наступать) ἐπικρατῶ, ἀποκαθίσταμαι:
    воцарилось молчание ἐπεκράτησε (или βασίλευσε) σιωπή,

    Русско-новогреческий словарь > воцариться

  • 6 всходить

    всходить
    несов
    1. (подниматься) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι·
    2. (о небесных светилах) ἀνατέλλω, βγαίνω·
    3. (о семенах) βλαστάνω, φύομαι, φυτρώνω, ξεφυτρώνω·
    4. (о тесте) φουσκώνω, ἀνεβαίνω, γίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > всходить

  • 7 выражаться

    выража||ться
    1. (высказываться) ἐκφράζομαι, διατυπώνομαι:
    \выражатьсяться точно и кратко ἐκφράζομαι μέ ἀκρίβεια καί συντομία·
    2. (проявляться) παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι·
    3. (находить свое выражение в цифрах, сумме и т. п.) ἀνέρχομαι, φτάνω:
    расходы \выражатьсяются в сумме... τά ἐξοδα φτάνουν (или ἀνέρχονται) σέ...· мягко выражаясь γιά νά μή πῶ τίποτε περισσότερο.

    Русско-новогреческий словарь > выражаться

  • 8 подниматься

    поднима||ться
    1. (вставать) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, ἀνίσταμαι, ἀνεγείρομαι:
    \подниматьсяться со своего́ места σηκώνομαι ἀπό τήν θέση μου· \подниматьсяться с постели а) σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι,.6) (после болезни) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω·
    2. (наверх) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι / ἀναδύομαι (всплывать):
    \подниматься-ться иа́ гору ἀνεβαίνω στό βουνό· \подниматьсяться по лестнице ἀνεβαίνω τή σκάλα·
    3. (повышаться) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω (άμετ.), αὐξάνομαι:
    цены \подниматьсяются οἱ τιμές ὑψώνονταν температу́ра \подниматьсяется ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει·
    4. (возникать) σηκώνομαι:
    \подниматьсяется шум ἀρχίζει θόρυβος·
    5. (восставать) ἐπαναστατώ, στασιάζω, ἐξεγείρομαι·
    6. (о тесте) φουσκώνω.

    Русско-новогреческий словарь > подниматься

  • 9 трон

    трон
    м ὁ θρόνος:
    вступление на \трон ἡ ἀνάρρηση στον θρόνο· вступить на \трон ἀνέρχομαι είς τόν θρόνον.

    Русско-новогреческий словарь > трон

  • 10 взбрести

    взбреду, взбредёшь, παρλθ. χρ. взбрел, -брела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -ред-ший, ρ.σ.
    ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    взбрести на гору ανεβαίνω στο βουνό.

    εκφρ.
    взбрести в голову ή на ум – μου έρχεται (μου κατεβαίνει) στο κεφάλι, στο μυαλό

    Большой русско-греческий словарь > взбрести

  • 11 взвозить

    взвожу, взвозишь, ρ.δ.
    βλ. взвезти.
    ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανυψώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > взвозить

  • 12 взойти

    -иду, -идешь, παρλθ. χρ. взошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший, επίρ. μτχ. взойдя ρ.σ.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    взойти на гору ανεβαίνω στο βουνό.

    2. βγαίνω, προβάλλω, εμφανίζομαι•

    солнце взошло ο ήλιος ανέτειλε.

    3. φουσκώνω•

    без дрожжей тесто не -ет χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει.

    4. αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα•

    семена взошли οι σπόροι φύτρωσαν.

    5. (παλ. κ. απλ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω•

    взойти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο.

    || χωρώ•

    не могу больше есть, не взойдет δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο.

    6. μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)•

    этот сапог не -ет мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου.

    Большой русско-греческий словарь > взойти

  • 13 взъехать

    -еду, -едешь, ρ.σ.
    ανεβαίνω, ανέρχομαι (με μεταφορικό μέσο).

    Большой русско-греческий словарь > взъехать

  • 14 возвысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•
    2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.
    3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).
    4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,
    1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.

    2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > возвысить

  • 15 восходить

    -ожу, -одишь, μτχ. ενστ. восходящий, ρ.δ.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανηφορίζω•

    восходить на гору ανεβαίνω στο βουνό.

    2. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    солнце -ит ο ήλιος ανατέλλει•

    луна -ит το φεγγάρι βγαίνει.

    3. έχω την αρχή, αφετηρία, ανάγομαι’ многие обычаи -ят к древности πολλές συνήθειες ανάγονται στην αρχαιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > восходить

  • 16 воцариться

    ρ.σ.
    1. ανέρχομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς.
    2. κυριαρχώ, επικρατώ, βασιλεύω•

    -лась тишина βασίλεψε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > воцариться

  • 17 встащить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    σέρνω, σύρω, τραβώ προς τα άνω•

    встащить мешок на лестницу σέρνω το σακκί πάνω στη σκάλα.

    ανεβαίνω, ανέρχομαι με δυσκολία•

    он еле -лся на гору αυτός με μεγάλη δυσκολία μπόρεσε ν’ ανεβεί στο βουνό.

    Большой русско-греческий словарь > встащить

  • 18 въехать

    въеду, въедешь, προστκ. δεν έχει.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα (για μεταφ. μέσο).
    2. ανεβαίνω, ανέρχομαι (επί μεταφ. μέσου). въехать на гору ανεβαίνω στο βουνό.
    3. εγκατοικώ, εγκαθίσταααι, ενοικώ.
    4. (απλ.) χτυπώ, δέρνω•

    -ли в загорбок του ίσιωσαν την καμπούρα, του τις έβρεξαν στα γερά.

    Большой русско-греческий словарь > въехать

  • 19 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 20 набавлять

    ρ.δ.μ.
    βλ. набавить.
    αυξαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι• υψώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > набавлять

См. также в других словарях:

  • ανέρχομαι — ανέρχομαι, ανήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀνέρχομαι — go up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀνέλθετε — ἀνέρχομαι go up aor subj act 2nd pl (epic) ἀνέρχομαι go up aor imperat act 2nd pl ἀνέρχομαι go up aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέλθω — ἀνέρχομαι go up aor subj act 1st sg ἀνέρχομαι go up aor subj act 1st sg ἀνέρχομαι go up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέλθῃ — ἀνέρχομαι go up aor subj mid 2nd sg ἀνέρχομαι go up aor subj act 3rd sg ἀνέρχομαι go up aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέρχεσθε — ἀνέρχομαι go up pres imperat mp 2nd pl ἀνέρχομαι go up pres ind mp 2nd pl ἀνέρχομαι go up imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνελθε — ἀνέρχομαι go up aor imperat act 2nd sg ἀνέρχομαι go up aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀνέρχομαι go up aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελευσόμενον — ἀνέρχομαι go up fut part mid masc acc sg ἀνέρχομαι go up fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεληλυθότα — ἀνέρχομαι go up perf part act neut nom/voc/acc pl ἀνέρχομαι go up perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεληλύθειν — ἀνέρχομαι go up perf inf act (epic) ἀνέρχομαι go up plup ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»