-
1 ανάμεσα
[анамэса] εκίρ. между, среди. ανάμεσα σε όλα: кроме всего прочегоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάμεσα
-
2 между
πρόθ. με γεν. κ. οργν. μεταξύ, ανάμεσα•между двух огней μεταξύ δύο πυρών•
между небом и землёй μεταξύ ουρανού και γης•
странами μεταξύ των χωρών•
между горами μεταξύ βουνών•
между нами μεταξύ μας•
между ним и женой ανάμεσα σ αυτόν και τη σύζυγο του•
за мир и дружбу между народами για ειρήνη και φιλία ανάμεσα στους λαούς•
между ними будет сказано αυτό θα το ξέρομε μόνο οι δυο μας.
εκφρ.нами (говоря); – (για μυστικό) ανάμεσα μας•между прочим – ανάμεσα στ' άλλα, μεταξύ των άλλων•между тем – στο μεταξύ, εν τω μεταξύ•а между тем – στην πραγματικότητα•между тем как... – ενώ, όταν, τη στιγμή που... -
3 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
4 пролёт
1. (расстояние между опорами) το άνοιγμα, η απόσταση ανάμεσα στα στηρίγματα. - арки - του τόξου- линии электропередачи промежуточный - η ενδιάμεση απόσταση ανάμεσα στους ηλεκτρικούς πυλώνες2. (в цехе, промышленном здании) το μεσόζευκτο 3. (самолёта над местностью) η υπερπτήση, η διέλευση του αεροσκάφους 4. (лестницы) το κλιμακοστάσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пролёт
-
5 ёмкость
1. эл. η χωρητικότητα 2. (вместимость) η χωρητικότηταконечная - (тлф.) τελική -полная - (тлф.) πλήρης -3. (сосуд) το δοχείο 4. (конденсатор) ο συμπυκνωτήςрегулирующая - ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ёмкость
-
6 интервал
1. (расстояние, промежуток, пространство) το διάστημαединичный - μονό -, μοναδικό -- импульсов мех. - των παλμών- между автомашинами самолетами и т.п. - (απόσταση) ανάμεσα σεαυτοκίνητα, αεροπλάνα κ.λπ2. (муз., физ) το διάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интервал
-
7 пространство
ο χώρος, η έκταση, το διάστημαбесстоечное горн. - χωρίς υποστηρίγματαвыработанное - горн. κενός - εξορύξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пространство
-
8 расстояние
η απόσταση, το διάστημαбезопасное - мор. (напр. до мели) - ασφαλείαςтормозное - πέδησης/φρενα-ρίσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расстояние
-
9 между
-
10 среди
среди 1) (между) ανάμεσα, μεταξύ 2) (посредине) μέσα, στη μέση; \среди ночи (τα) μεσάνυχτα* * *1) ( между) ανάμεσα, μεταξύ2) ( посредине) μέσα, στη μέσηсреди́ но́чи — (τα) μεσάνυχτα
-
11 число
число 1) о αριθμός 2) (дата) η ημερομηνία; какое сегодня \число? τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα; сегодня пятое \число σήμερα έχουμε πέντε του μήνα ◇ в·\числое... ανάμεσα σε...· один из \числоа... ένας απ' αυτούς...* * *с1) ο αριθμός2) ( дата) η ημερομηνίαкако́е сего́дня число́? — τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα
сего́дня пя́тое число́ — σήμερα έχουμε πέντε του μήνα
••в числе́... — ανάμεσα σε…
оди́н из числа́ — ένας απ'αυτούς…
-
12 между
междупредлог с род. и твор. п. μεταξύ, ἀνάμεσα:\между двумя и тремя (часами) μεταξύ δύο καί τρεϊς· \между двух огней μεταξύ δύο πυρών ◊ \между нами μεταξύ μας· \между прочим ἀνάμεσα στ' ἀλλα, μεταξύ ἀλλων \между тем ὀμως, ἐν τούτοις, ἐν τῶ μεταξύ, στό ἀναμεταξύ· \между тем как ἐνῶ, τήν στιγμή πού...· \между делом παρεμπιπτόντως, ἐν πα-ρέργω. -
13 пробираться
пробиратьсянесов προχωρώ (или περνώ) ἀνάμεσα, διασχίζω μέ κόπο:\пробираться сквозь толпу́ ἀνοίγω δρόμο ἀνάμεσα στό πλήθος. -
14 засквозить
-зитρ.σ.1. αραιώνω, αρχίζω να διαπερνιέμαι, από το φως.2. φαίνομαι, διακρίνομαι ανάμεσα απο•через ветви деревьев -ло небо ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων φάνηκε ο ουρανός.
-
15 проложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.
2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.
3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.
εκφρ.проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου. -
16 среди
κ. средь πρόθ. με γεν.1. στη μέση, στο μέσον στο κέντρο•стоять - комнаты στέκομαι στη μέση του δωματίου•
среди города στο κέντρο της πόλης•
встать среди ночи σηκώνομαι τα μεσάνυχτα.
2. (ανα)μεταξύ, ανάμεσα•-нас нет подозрительного лица ανάμεσα μας δεν υπάρχει ύποπτο πρόσωπο.
-
17 впадина
η κοιλότητα, το κοίλωματο βαθούλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > впадина
-
18 залегать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегать
-
19 замыкание
1. эл. το βραχυκύκλωμα 2. (заземление) η γείωση 3. мех. η επαφή 4. ж.-д. το κλείδωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замыкание
-
20 мениск
I. 1. (граница раздела между жидкостью и воздухом) το σύνορο ανάμεσα στο υγρό και αέρα 2. (линза) о μηνι-σκοειδής συγκεντρωτικός φακός II.анат. о μηνίσκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мениск
См. также в других словарях:
ανάμεσα — και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ. 1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ β) στο μέσον, διά μέσου 2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα 3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις 4. φρ. «ανάμεσα στ άλλα», εκτός από τα … Dictionary of Greek
ανάμεσα — επίρρ. τοπ., μεταξύ: Ο προδότης δε βρισκόταν ανάμεσά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνάμεσα — ἀνάμεσος in the midst neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Οίνου (Σαντορίνης) — Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα γεωλογικά, αρχαιολογικά και ιστορικά που προσφέρει η Σαντορίνη στους χιλιάδες επισκέπτες της περιλαμβάνεται και ένα Μουσείο Οίνου που εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στο Βύθωνα. Στεγάζεται στον υπόγειο χώρο κάναβα του … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σικυώνας — Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής που ήρθαν στο φως στη Σικυώνα από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., το καλύτερα διατηρημένο είναι το συγκρότημα των λουτρών της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek