Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αμιάντου

См. также в других словарях:

  • Ἀμιάντου — Ἀμίαντος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιάντου — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιάντωση — Πάθηση του αναπνευστικού συστήματος που οφείλεται σε εισπνοή ινών αμιάντου (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο) και επικάθηση των ινών αυτών στον πνευμονικό ιστό. Επακόλουθό της είναι φλεγμονή του πνεύμονα, που χαρακτηρίζεται από δύσπνοια, βήχα, μικρή… …   Dictionary of Greek

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • Σουαζιλάνδη — Κράτος της Νότιας Αφρικής. Συνορεύει στα Β, στα Δ και στα Ν με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία, και στα Α με τη Mοζαμβίκη.H Σουαζιλάνδη (Nγκουάνε, μετά την ανεξαρτησία της 6ης Σεπτεμβρίου 1968, ονομασία που δεν χρησιμοποιείται όμως πολύ) είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • αμιαντωρυχείο — το ορυχείο αμιάντου …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»