Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αμελέτητος

См. также в других словарях:

  • ἀμελέτητος — unpractised masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελέτητος — η ο (Α ἀμελέτητος, ον) αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς 2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει… …   Dictionary of Greek

  • αμελέτητος — η, ο 1. αυτός που δε μελέτησε: Πήγε πάλι στο σχολείο αμελέτητος. 2. αυτός που δε μελετήθηκε, που δεν προετοιμάστηκε: Η επιχείρηση απέτυχε, γιατί ήταν αμελέτητη. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμελέτητο ιδιαίτερα στον πληθ., τα αμελέτητα χρησιμοποιείται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμελετήτως — ἀμελέτητος unpractised adverbial ἀμελέτητος unpractised masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελέτητον — ἀμελέτητος unpractised masc/fem acc sg ἀμελέτητος unpractised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτοις — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτου — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτους — ἀμελέτητος unpractised masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτων — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτῳ — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελέτητα — ἀμελέτητος unpractised neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»