-
1 aussitôt
αμέσως -
2 immédiatement
αμέσως -
3 bezprostředně
αμέσως -
4 hned
αμέσως -
5 ihned
αμέσως -
6 okamžitě
αμέσως -
7 vzápětí
αμέσως -
8 immediately
αμέσως -
9 instantly
αμέσως -
10 bezpośrednio
αμέσως -
11 momentalnie
αμέσως -
12 natychmiast
αμέσως -
13 niezwłocznie
αμέσως -
14 сразу
αμέσως, διά μιας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сразу
-
15 derhal
αμέσως, σύντομα, ακαριαία -
16 hemen
αμέσως, σε πρώτη ζήτηση -
17 немедленно
немедленно αμέσως, ευθύς* мы \немедленно выезжаем αμέσως φεύγουμε* * *αμέσως, ευθύςмы неме́дленно выезжа́ем — αμέσως φεύγουμε
-
18 тут
тут 1) (о месте) εδώ* кто \тут? ποιος είναι εδώ; 2) (о времени) αμέσως; он \тут же ушёл έφυγε αμέσως* * *1) ( о месте) εδώ2) ( о времени) αμέσως -
19 сеичас
сеи́часнареч1. (теперь) τώρα/ αὐτήν τήν στιγμή (в настоящее время)·2. (только что) πρό ὁλίγου:только \сеичас μόλις τώρα·3. (очень скоро) τώρα ἀμέσως, ἀμέσως:он \сеичас придет τώρα ἀμέσως θά ἔρθει· я \сеичас вернусь θά ἐπιστρέψω ἀμέσως, τώρα ἐρχομαι. -
20 сейчас
επιρ. αυτή την ώρα ή τη στιγμή• τώρα (αμέσως)•сейчас приду τώρα θα ρθώ•
вы говорили, что... εσείς τώρα λέγατε ότι...
αμέσως πάραυτα, παρευθύς•я сейчас возвращусь εγώ θα επιστρέψω αμέσως•
сейчас после того, как он приехал αμέσως μετά την άφιξη του.
|| απ εδώ, τώρα•сейчас начинаются поля απ εδώ αρχίζουν τα χωράφια.
|| τώρα μόλις, πριν λίγο, προ λίγου•его сейчас арестовали τώρα μόλις τον έπιασαν.
См. также в других словарях:
αμέσως — επίρρ. (Α ἀμέσως) [ἄμεσος] 1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας 2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς … Dictionary of Greek
ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek