-
1 мазать
-
2 натереть
-
3 смазать
-
4 промазывание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промазывание
-
5 промаслить
тех. λαδώνω, αλείβω με έλαιο/λάδι, λιπαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промаслить
-
6 вымазать
вымазатьсов, вымазывать несов1. (выпачкать) πασαλείβω, λερώνω, λεκιάζω, μουντζουρώνω·2. (покрывать, натирать) ἀλείβω, χρίω, πασαλείβω. -
7 натирать
натиратьсов1. (мазью) ἀλείβω, κάνω ἐντριβή Си"·)·2. (ногу и т. п.) κάνω πληγή:\натирать мозоли κάνω κάλους·3. (полы) γυαλίζω, τρίβω/ στιλβώνω (масти4 кой)·4. (на терке) τρίβω (στον τρίφτη). -
8 обтирать
обтиратьнесов1. σκουπίζω, σφουγγί-ζω:\обтирать лоб σκουπίζω τό μέτωπο·2. (одеколоном и т. п.) τρίβω, ἀλείβω·3. (приводить в негодность) φθείρω, τρίβω, τρώγω. -
9 покрывать
покрыватьнесов1. σκεπάζω, καλύπτω / κουκουλώνω (укутывать) / στεγάζω, σκεπάζω (крышей):\покрывать» голову σκεπάζω τό κεφάλι μου·2. (возмещать) καλύπτω:\покрывать расходы καλύπτω τά ἐξοδα·3. (красить) ἀλείβω, ἐπιχρίω:\покрывать лаком βερνι-κώνω· \покрывать краской μπογιατίζω, χρωματίζω· \покрывать золотом ἐπιχρυσώνω·4. (не выдавать) κρύβω, ἀποκρύπτω, συγκαλύπτω·5. (заглушать \покрывать о звуках) σκεπάζω, πνίγω·6. (расстояние) καλύπτω, διατρέχω (απόσταση)· ◊ \покрывать себя сла́вой περιβάλλομαι μέ δόξαν. -
10 проклеивать
проклеиватьнесов, проклеить сов ποτίζω μέ κόλλα, ἀλείβω μέ κόλλα. -
11 промазать
промазатьсов, промазывать несов1. ἀλείβω, ἀλείφω, πασσαλείβω·2. (промахнуться) разг ἀστοχώ, πέφτω ἔξω. -
12 натирать
[νατιράτ"] ρ, αλείβω, κάνω εντριβή, τρίβω -
13 натирать
[νατιράτ"] ρ, αλείβω, κάνω εντριβή, τρίβω
См. также в других словарях:
αλείβω — αλείβω, άλειψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλείβω — βλ. αλείφω* … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
αλειφτός — ή, ό [αλείβω] ο αλειμμένος … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείφω, άλειψα βλ. πίν. 13 και πρβλ. αλείβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλείφω — και αλείβω άλειψα, αλείφτηκα, αλειμμένος, απλώνω αλοιφή, κρέμα ή άλλη παρόμοια ουσία σε μία επιφάνεια, πασαλείφω: Την έβλεπε που άλειφε το πρόσωπό της με διάφορες αλοιφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)