-
1 ἄναξ
ᾰναξ ( ϝαν-, P. 4.89, P. 9.44, P. 11.62, P. 12.3, fr. 140a. 63 (37): ἄναξ, ἄνακτος, ἄνακτι, ἄνακτα, ἄνα, ἄναξ; ἀνάκτων, ἄνακτας coni.)a adj., king, royal, of gods and heroes, —μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν O. 10.49
“ υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” Euphamos. P. 4.45 πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γονον ἄνακτα πατρός codex) I. 8.33 ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων (Heyne: ἄνα codd. Plutarchi.) fr. 33. in hypallage,μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.108
b subs., of gods and heroes “καὶ σέ, τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” P. 4.89 ὦναξ Apollo. P. 8.67 “ ὦ ἄνα” Apollo. P. 9.44σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.62
ὦ ἄνα Akragas P. 12.3Πηλεὺς ἄναξ N. 3.33
Πότμος ἄναξ N. 4.42
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” Zeus N. 10.77 χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας Herakles I. 4.60 φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (Bergk: ἄνακτα codd.: ἄνακτε Tric.) I. 8.47 κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ Zeus fr. 35.ἄν]ακτος Εὐξαν[τίου Pae. 4.35
ὦναξ[ Πα. 13d. 4. ]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2
]ιον ἄνακτα[ Δ. 1. 3. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν sc. to Apollo fr. 140a. 63 (37). -
2 διασπαρακτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασπαρακτός
-
3 δυσέπακτος
δῠσέπ-ακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσέπακτος
-
4 δυσσύνακτος
δυσσύν-ακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσσύνακτος
-
5 εὐδιάναξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάναξ
-
6 εὐρύαναξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρύαναξ
-
7 καθαιμακτός
καθαιμ-ακτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαιμακτός
-
8 μεταλλακτός
μεταλλ-ακτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλακτός
-
9 νεογάλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεογάλαξ
-
10 οἰκῶναξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκῶναξ
-
11 οἰνόγαλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνόγαλα
-
12 παραλλακτός
παραλλ-ακτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλακτός
-
13 παρείσακτος
παρείσ-ακτος, ον,A introduced privily, Ep.Gal.2.4: nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρείσακτος
-
14 πασιάναξ
A universal king, Ζεύς Orac. ap. Phleg.1.6 J.: applied to the ruler of the dead, and hence to the dead, Tab.Defix. Aud.43, 44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασιάναξ
-
15 πρωτόγαλα
A colostra, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόγαλα
-
16 σταλακτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταλακτός
-
17 συνείσακτος
συνείσ-ακτος, ον,A introduced together: Lat. synisactas, expld. by sociatrices, pudicas vel abstinentes (i.e. a priest's housekeeper), Gloss.2 θυγατέρες ς. illegitimate, Eust.1954.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνείσακτος
-
18 χειρῶναξ
A one who is master of his hands ([etym.] ἄναξ τῶν χειρῶν), i.e. handicraftsman, Hdt.1.93, 2.141, Hp.Acut.8, Art.53, D.H.6.51, Plu.2.802a, etc.b as Adj.,πᾶς ὁ χ. λεώς S.Fr. 844
.II generally, one who handles, deals in a thing, τῶνδε χειρώνακτες.. λόγων, i.e. soothsayers, E.Fr.795.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρῶναξ
-
19 ἀγάλαξ
-
20 ἀνέπακτος
ἀνέπ-ακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέπακτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακτός — ἀκτός, ή, όν (AM) [ἄγω] 1. αυτός που κινείται, που κατευθύνεται από εξωτερικές δυνάμεις «ὁ μὲν [κόσμος] ἀκτός, ὁ δὲ [ἄνθρωπος] αὐτεξούσιος» (Μελέτ. Μ. 64.1301 Α) 2. ως ουσ. τὸ ἀκτόν ο χειρισμός μιας υπόθεσης, η διαδικασία … Dictionary of Greek
θεόρ(ρ)ακτος — θεόρ(ρ)ακτος, ον (Α) αυτός τον οποίο τρέλανε κάποιος θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ράσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
παντάναξ — ακτος, ο, θηλ. παντάνασσα, ΝΜΑ 1. βασιλέας τών πάντων, άρχοντας τού κόσμου («Υἱὲ θεοῡ παντάναξ», Ακολουθ. Μεγ Παρασκευής 2. το θηλ. (προσωνυμία τής Θεοτόκου) βασίλισσα τού σύμπαντος («ἡ παντάνασσα Μητροπάρθενος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) *… … Dictionary of Greek
προφητάναξ — ακτος, ο, ΝΜ (προσωνυμία τού Δαβίδ) ο προφήτης και βασιλιάς ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + ἄναξ, ἄνακτος «βασιλιάς»] … Dictionary of Greek
πυριπηγάναξ — ακτος, και δ. γρφ. πυριπηγάνυξ, ὁ, Α ο κυρίαρχος τής πηγής τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πηγή + ἄναξ) … Dictionary of Greek
τρισάναξ — ακτος, ό, θηλ. τρισάνασσα, Μ 1. ο αληθινός και πραγματικός και μόνος βασιλιάς 2. το θηλ. ἡ τρισάνασσα (για τη Θεοτόκο) η μόνη αληθινή βασίλισσα, η μητέρα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι*, ἄναξ «άρχοντας, βασιλιάς»] … Dictionary of Greek
ευκάτακτος — εὐκάτακτος, ον (Α) αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ακτος (< κατ άγνυμι «σπάζω, συντρίβω»), πρβλ. α κάτ ακτος, δυσ κάτ ακτος] … Dictionary of Greek
Amphianax — AMPHIĂNAX, actis, Gr. Ἀμφιάναξ, ακτος, König in Lycien, welcher nicht allein den vertriebenen Prötus gütig aufnahm, sondern ihm auch seine Tochter, Antea, oder, wie sie Homer nennet, Sthenoboa, zur Gemahlinn gab, und endlich mit den zugegebenen… … Gründliches mythologisches Lexikon
Anax — ANAX, actis, Gr. Ἄναξ, ακτος, der Erde Sohn, Pausan. Attic. c. 35. p. 87. war König in der von ihm benannten Landschaft Anactoria, welche hernach von dem Miletus Milesia genannt wurde. Id. Ach. c. 2. Sein Sohn hieß Asterius, der dem einen Theil… … Gründliches mythologisches Lexikon
Anax [1] — Ἄναξ, ακτος, ein gemeiner Beynamen des Apollo, welcher von ἆκος, Hülfe oder Cur herkommen soll, weil er dem Bösen, als ein Gott der Arzeney abhelfen soll. Gyrald. Synt. VII. p. 237 … Gründliches mythologisches Lexikon
Arctophylax — ARCTOPHỸLAX, actis, Gr. Ἀρκτοφύλαξ, ακτος, ist am Himmel so viel, als der Bootes, welcher von ἄρκτος, ursa, und φυλαξ, custos, so viel als Bärenhüter heißt. Hygin. Astron. Poet. l. II. c. 4. Sieh Bootes … Gründliches mythologisches Lexikon