Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακρινός

  • 1 крайний

    крайний 1) (далёкий) ακρινός 2) (предельный) τελευταίος" άκρος (тж. полит.) ◇ в \крайнийем случае σε περίπτωση ανάγκης· по \крайнийей мере τουλάχιστο
    * * *
    1) ( далёкий) ακρινός
    2) ( предельный) τελευταίος; άκρος (тж. полит.)
    ••

    в кра́йнем слу́чае — σε περίπτωση ανάγκης

    по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο

    Русско-греческий словарь > крайний

  • 2 крайний

    крайн||ий
    прил
    1. (с краю) ἀκρινός, τελευταίος·
    2. (исключительный, чрезвычайный) ἐσχατος:
    \крайнийяя необходимость ἡ ἀπόλυτη (или ἡ ἐσχατη) ἀνάγκη·
    3. полит ἄκρος:
    \крайнийяя левая ἡ ἄκρα ἀριστερά· ◊ \крайнийяя цена ἡ τελευταία τιμή· \крайнийий срок ἡ τελευταία προθεσμία· по \крайнийей мере τουλάχιστο, τό λιγώτερο· в \крайнийем случае ἐν ἀνάγκη· на \крайнийий случай στή χειρότερη περίπτωση.

    Русско-новогреческий словарь > крайний

  • 3 конечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. τελικός (που έχει τέλος).
    2. τελευταίος, στερνός•

    -ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.

    3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.
    4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.
    εκφρ.
    - ая цель – τελικός σκοπός•
    в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους.

    Большой русско-греческий словарь > конечный

  • 4 краевой

    επ.
    της περιοχής. || ακρίνός, ακραίος.

    Большой русско-греческий словарь > краевой

  • 5 крайний

    επ.
    1. ακρινός, άκρος, ακραίος•τελευταίος• ουραίος•

    -яя правая партия κόμμα της άκρας δεξιάς•

    -яя цена τελευταία τιμή•

    крайний срок τελευταία προθεσμία•

    крайний север ο άκρος Βοράς.

    2. έκτακτος, εξαιρετικός, έσχατος, απόλυτος•

    -ые меры έκτακτα μέτρα•

    в -ем случае σε εξαιρετική περίπτωση, σε απόλυτη ανάγκη•

    по -ей мере τουλάχιστο, το λιγότερο•

    -яя необходимость επιταχτική ανάγκη•

    - яя плоть (ανατ.) ακροβυστία, ακροποσθία.

    Большой русско-греческий словарь > крайний

  • 6 окраинный

    επ.
    ακραίος, ακρινός, άκρος• απομακρυσμένος•

    -ая часть города το ακραίο μέρος (η άκρη) της πόλης•

    -ые районы οι απομακρυσμένες περιοχές.

    Большой русско-греческий словарь > окраинный

  • 7 торцовый

    επ.
    1. ακρινός, του άκρου (αντικειμένου).
    2. καλυμμένος με δοκούς.

    Большой русско-греческий словарь > торцовый

  • 8 хвостовой

    επ.
    της ουράς, ουραίος•

    хвостовой позвонок ο κόκκυξ της σπονδυλικής στήλης•

    плавник το ουραίο πτερύγιο του ψαριού.

    || τελευταίος, άκρος, ακρινός.

    Большой русско-греческий словарь > хвостовой

См. также в других словарях:

  • ακρινός — ακρινός, ή, ό και ακριανός, ή, ό αυτός που βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς ή μιας θέσης: Το πιο ακρινό σπίτι στο χωριό ήταν το δικό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρινός — ή, ό [άκρα] 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακραίος, ακριανός 2. τελευταίος …   Dictionary of Greek

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • ακραίος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 8 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. II Επίθετο που δινόταν στους θεούς ή τις θεές, που είχαν ναούς ή βωμούς σε βουνά, κορυφές ή υψώματα: Ακραία Ήρα στην Κόρινθο και το Αργός,… …   Dictionary of Greek

  • ακριανός — ή, ό [άκρια] ο ακρινός* …   Dictionary of Greek

  • ακριμιός — ά, ό [άκρος] ο ακρινός* …   Dictionary of Greek

  • ακριανός — ή, ό βλ. ακρινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»