-
1 ακριβώς
ἀκρῑβῶς, ἀκριβήςexact: adverbial (attic epic doric)ἀκρῑβῶς, ἀκριβόωmake exact: pres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρῑβῶς, ἀκριβῶςindeclform (adverb)——————ἀκριβάζωto be proud: fut opt act 2nd sg -
2 ακριβως
1) точно, основательно(εἰδέναι Her.)
μήτε παντάπασιν ἁπλῶς, μήτε λίαν ἀ. Isocr. — ни чересчур упрощенно, ни слишком обстоятельно2) чрезвычайно, в совершенствеἀ. περισσόφρων Aesch. — обладающий совершенной мудростью
3) с большим трудом(ἀ. καὴ μόλις Plut.)
-
3 ἀκριβῶς
ἀκριβῶς adv. (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX; TestSol 10:6; 24:2; TestJob 31:1; EpArist, Philo, Joseph., Just.; Ath. 11:1, R. 454, 4; Mel., HE 4, 26, 14; freq. in historical writers, but also medical s. Hobart 251; Alexander [s. below] 131) pert. to strict conformity to a standard or norm, w. focus on careful attention, accurately, carefully, well βλέπειν (POxy 1381, 111f [I/II]) Eph 5:15. ἀκούειν (Thu. 1, 134, 1) Hm 3:4; 4, 3, 7. προσέχειν pay close attention B 7:4. γινώσκειν (Antiphanes 196, 15 Kock al.; Diod S 11, 41, 5 et al.) Hs 9, 5, 5. κατανοεῖν (Herm. Wr. 11, 6b) Hs 9, 6, 3. εἰδέναι (Aeschyl., Pr. 328 et al.; Epict. 1, 27, 17; 2, 22, 36; PPetr II, 15 [1], 11) 1 Th 5:2. διδάσκειν Ac 18:25; Pol 3:2. γράφειν Papias 2:15. ἐξετάζειν (Isocr. 7, 63; Demosth. 6, 37; Galen ed. Kühn XIV, 210; Dt 19:18; Jos., Ant. 3, 70) Mt 2:8; Hs 9, 13, 6. γράφειν conscientiously write/record Papias (2:15). παρακολουθεῖν follow carefully Lk 1:3 (cp. Herodian 1, 1, 3 μετὰ πάσης ἀκριβείας ἤθροισα ἐς συγγραφήν; Stephan. Byz. s.v. Χαράκμωβα: Οὐράνιος ἐν τοῖς Ἀραβικοῖς—ἀξιόπιστος δʼ ἀνὴρ … σπουδὴν γὰρ ἔθετο ἱστορῆσαι ἀκριβῶς …).—Comp. ἀκριβέστερον more exactly (POxy 1102, 12; BGU 388 II, 41; Philo, Joseph.; Tat. 15, 2; Ath. 9, 2) ἀ. ἐκτίθεσθαι explain more exactly Ac 18:26, cp. 23:15, 20; also more accurately (PPetr II, 16, 13 [205 B.C.]; Epict. 1, 24, 10) 24:22. ἀ. αὐτὰ γνωσόμεθα we will find it out more exactly Hv 3, 10, 10. ἰδεῖν (v.l. μανθάνειν [Herm. Wr. 10, 25; Jos., Ant. 8, 402]) Hs 9, 1, 3.—LAlexander, The Preface to Luke’s Gospel ’93.—DELG s.v. ἀκριβής. M-M. -
4 ακρίβως
ἀ̱κρί̱βως, ἀκριβόωmake exact: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρί̱βως, ἀκριβόωmake exact: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
5 ἀκρίβως
ἀ̱κρί̱βως, ἀκριβόωmake exact: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρί̱βως, ἀκριβόωmake exact: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
6 ἀκριβῶς
Βλ. λ. ακριβώς -
7 ἀκριβῷς
Βλ. λ. ακριβώς -
8 ἀκριβῶς
{нареч., 5}1. точно, основательно, тщательно, аккуратно, осторожно;2. правильно, достоверно.Ссылки: Мф. 2:8; Лк. 1:3; Деян. 18:25; Еф. 5:15; 1Фес. 5:2. LXX: 3321 ( בצי).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκριβῶς
-
9 ακριβώς
{нареч., 5}1. точно, основательно, тщательно, аккуратно, осторожно;2. правильно, достоверно.Ссылки: Мф. 2:8; Лк. 1:3; Деян. 18:25; Еф. 5:15; 1Фес. 5:2. LXX: 3321 ( בצי).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακριβώς
-
10 ακριβώς
επίρρ.1) точно, аккуратно, безошибочно; 2) детально -
11 ἀκριβῶς
1. точно, основательно, тщательно, аккуратно, осторожно; 2. правильно, достоверно; LXX: (יצב).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκριβῶς
-
12 ακριβώς
-
13 ἀκριβῶς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκριβῶς
-
14 ἀκριβῶς
( наречие от ἀκριβήσ) точно, тщательно -
15 ἀκριβῶς
+ D 1-0-0-1-1=3 Dt 19,18; DnTh 7,19; Wis 19,18accurately, precisely, diligently Dt 19,18; carefully DnTh 7,19 Cf. WALTERS 1973, 208 -
16 ακριβώς
токмуГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακριβώς
-
17 ακριβώς
exactement -
18 ακριβώς
1) akurat part.2) dokładnie przysł. -
19 ακριβώς
1) navlas2) přesně -
20 ακριβώς
1) exactly2) preciselyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακριβώς
См. также в других словарях:
ἀκριβῶς — ἀκρῑβῶς , ἀκριβής exact adverbial (attic epic doric) ἀκρῑβῶς , ἀκριβόω make exact pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβῶς , ἀκριβῶς indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβῷς — ἀκριβάζω to be proud fut opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίβως — ἀ̱κρί̱βως , ἀκριβόω make exact imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρί̱βως , ἀκριβόω make exact imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek