Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ακονίζω

  • 41 править

    -влю, -вишь, μτχ. ενεστ. правящий
    ρ.δ.
    1. κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω διαφεντεύω κουμαντάρω.
    2. οδηγώ χειρίζομαι•

    править рулм πηδαλιουχώ•

    править лошадьми οδηγώ τα άλογα•

    править машиной οδηγώ το αυτοκίνητο•

    править вожжами κρατώ ταχαλινά, χαλιναγωγώ.

    || παλ. κάνω, εκτελώ.
    -влю, -вишь ρ.δ.
    1. διορθώνω•

    править рукопись διορθώνω το χειρόγραφο•

    править ошибки διορθώνω τα λάθη•

    править гранки διορθώνω τα δοκίμια.

    2. ισάζω, ισώνω, ομαλύνω λειαίνω. || ακονίζω, τροχίζω.
    1. διορθώνομαι.
    2. ομαλύνομαι, γίνομαι ίσος λειαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > править

  • 42 проточить

    -точу, -точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проточенный
    -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τρυπώ κατατρώγοντας (για σκουλήκια, έντομα).
    2. (για νερό)• ανοίγω, κάνω αυλάκι ρέοντας.
    3. ανοίγω αυλακιά, τρυπώ με τον τόρνο.
    4. ακονίζω, τροχίζω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проточить

  • 43 сточить

    ρ.σ.μ. τροχίζω, ακονίζω. || φθείρω, λεπτύνω.
    τροχίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сточить

См. также в других словарях:

  • ακονίζω — ακονίζω, ακόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… …   Dictionary of Greek

  • ακονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. τροχίζω: Έδωσε τα μαχαίρια να ακονιστούν. 2. ασκώ, οξύνω το νου κάποιου: Τα μαθηματικά ακονίζουν το μυαλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προακονώ — άω, Α ακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκονῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προθήγω — Α ακονίζω κάτι προηγουμένως ή ακονίζω κάτι στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] …   Dictionary of Greek

  • εξακονίζω — και ξακονίζω [ακονίζω] ακονίζω, τροχίζω …   Dictionary of Greek

  • καταθήγω — (Α) ακονίζω, τροχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θήγω «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • λιμάρω — 1. ρινίζω, ακονίζω, ξύνω κάτι με τη λίμα 2. μτφ. φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limare «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παραθήγω — ΜΑ 1. διεγείρω, ερεθίζω 2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.) αρχ. ακονίζω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θήγω «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παραστομώ — όω, Μ κάνω κάτι οξύ, κοφτερό, ακονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»