-
21 править
править Iнесов1. (управлять) κυβερνώ, διέπω, διοικώ, διευθύνω·2. (лошадьми, автомашиной) ὁδηγώ.править IIнесов1. (исправлять) διορθώνω, διορθώ:\править корректу́ру διορθώνω δοκίμιο·2. (бритву и т. ἡ.) ἀκονώ, ἀκονίζω. -
22 точить
точитьнесов1. (делать острым) ἀκονίζο, τροχίζω:\точить нож ἀκονίζω τό μαχαίρι· \точить карандаш ξύνω τό μολύβι·2. (на токарном станке) τορνεύω·3. (проедать, повреждать что-либо) τρώγω, διαβιβρώρχω, σαρακοτρώγω, φθείρω:червь точит дерево τό σαράκι τρώει τό ξύλο· ржа́вчина то́чит железо ἡ σκουριά φθείρει τό σίδερο· вода точит камень τό νερό τρώει τήν πέτρά4. перен (мучить) τρώ(γ)ω, βασανίζω:ее то́чит го́ре τήν τρώει ὁ καημός· ◊ \точить зу́бы на кого́-л. ἔχω στό ᾶχτΐ κάποιον. -
23 чинить
чинить Iнесов1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):\чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.чинить IIнесов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:\чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον. -
24 заострить
[*][ζααστρίτ") ρ. ακονίζω -
25 обтачивать
[απτάτσιβατ'] ρ. ακονίζω -
26 острить
[αστρίτ'] ρ. ακονίζω, τροχίζω -
27 оттачивать
[αττάτσιβατ"] ο. ακονίζω\ -
28 заострить
[ζααστρίτ" ρ ακονίζω -
29 обтачивать
[απτάτσιβατ'] ρ ακονίζω -
30 острить
[αστρίτ'] ρ ακονίζω, τροχίζω -
31 оттачивать
[αττάτσιβατ"] ο. ακονίζω -
32 вострить
-рю, -ришь, ρ.δ.μ. (απλ.) τροχίζω, ακονίζω.εκφρ.вострить зубы – τροχίζω τα δόντια (ορέγομαι κάτι). -
33 выправить
-влю, -вишь, προστκ. выправь κ. выправиρ.σ.μ.1. ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω, ευθειάζω•выправить согнувшийся гвоздь ισιώνω στραβωμένο καρφί.
2. διορθώνω•выправить положение διορθώνω την κατάσταση.
|| επιφέρω, κάνω διορθώσεις•выправить корректуру διορθώνω το τυπογραφικό δοκίμιο.
|| ακονίζω, τροχίζω.3. συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ.1. διορθώνομαι.2. τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι.3. γερεύω, δυναμώνω, αναρρώνω.(γραμμ. στοιχεία βλ. выправить 1);ρ.σ.μ.(απλ.) κατορθώνω να βγάλω (να πάρω) έγγραφο•выправить паспорт κατορθώνω να πάρω ταυτότητα.
-
34 выточить
-чу, -чишь, ρ.σ.μ.1. τορνεύω, επεξεργάζομαι σε τόρνο.2. (απλ.) τροχίζω, ακονίζω.3. (απλ.) κατατρώγω, σαρακοτρώγω.εκφρ.словно (будто, как) выточенный – σαν από τόρνο (κομψότατος). -
35 наострить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-остренный, βρ: -рен, -рена, -реноτροχίζω, ακονίζω• οξύνω, μυτερώνω, κάνω αιχμή•наострить топор τροχίζω το τσεκούρι•
наострить кольев φτιάχνω αιχμή στους πασσάλους.
-
36 обточить
-очу, -очшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обточенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. ακονίζω. || τορνεύω. || λειαίνω. -
37 острить
-
38 отпустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. αφήνω•-и его άφησε τον•
отпустить на праздник, в гости αφήνω να πάει στη γιορτή, φιλοξενούμενος.
|| εξυπηρετώντας αφήνω•отпустить клиента τελειώνω με τον πελάτη.
|| αφήνω ελεύθερο•птицу αφήνω ελεύθερο το πουλάκι•
отпустить заключнного из тюрьмы αφήνω ελεύθερο το φυλακισμένο.
|| παλ. απολύω, διώχνω (αποτην υπηρεσία).2. χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγω•отпустить вервку λασκάρω την τριχιά.
|| αμ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, ξεπέφτω μειώνομαι, ελαττώνομαι λιγοστεύω•мороз -ил το κρύο ξέπεσε.
|| περνώ, παύω, σταματώ•боль сразу меня -ла ο πόνος αμέσως με άφησε.
3. αφήνω να μεγαλώσει•отпустить усы αφήνω μουστάκια.
4. δίνω, χορηγώ, παρέχω. || παραχωρώ, εκχωρώ ψηφίζω κονδύλιο. || πουλώ•отпустить товар πουλώ εμπόρευμα.
5. λέγω, προφέρω εκστομίζω•отпустить кошшмнты λέγω κοπλιμέντα•
отпустить умное слово λέγω πετυχημένη (έξυπνη) λέξη.
6. παλ. συγχωρώ (αμαρτία, λάθος κ.τ.τ.).7. τροχίζω, ακονίζω.8. δένω•отпустить сталь αφήνω (εκθέτω) να δέσει το ατσάλι.
χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγομαι. -
39 отточить
-очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отточенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω, οξύνω•отточить нож τροχίζω το μαχαίρι•
отточить карандаш οξύνω (ξύνω)το μολύβι.
2. τελειώνω το τρόχισμα, το ακόνισμα. -
40 подточить
ρ.σ.μ. τροχίζω, ακονίζω ακόμα, πιο πολύ. || βλάπτω, φθείρω, τρώγω, διαβιβρώ-σκω•вода реки -ла скалистый берег το νερό του ποταμίου έφαγε τη βραχώδη όχθη•
болезнь -ла его τον έφαγε η αρρώστεια•
упало яблоко подточенное червем έπεσετα μήλο σκουληκοφαγωμένο.
См. также в других словарях:
ακονίζω — ακονίζω, ακόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
ακονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. τροχίζω: Έδωσε τα μαχαίρια να ακονιστούν. 2. ασκώ, οξύνω το νου κάποιου: Τα μαθηματικά ακονίζουν το μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προακονώ — άω, Α ακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκονῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
προθήγω — Α ακονίζω κάτι προηγουμένως ή ακονίζω κάτι στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] … Dictionary of Greek
ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] … Dictionary of Greek
εξακονίζω — και ξακονίζω [ακονίζω] ακονίζω, τροχίζω … Dictionary of Greek
καταθήγω — (Α) ακονίζω, τροχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
λιμάρω — 1. ρινίζω, ακονίζω, ξύνω κάτι με τη λίμα 2. μτφ. φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limare «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
παραθήγω — ΜΑ 1. διεγείρω, ερεθίζω 2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.) αρχ. ακονίζω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
παραστομώ — όω, Μ κάνω κάτι οξύ, κοφτερό, ακονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek