-
1 непоколебимый
-
2 твёрдый
επ., βρ: твёрд, тверда, твёрдо; твёрже1. σκληρός• στερεός•-ое тело στερεό σώμα•
-ое вещество σκληρή ουσία•
-ые горючие τα στερεά καύσιμα•
твёрдый карандаш το σκληρό μολύβι•
-ое яблоко σκληρό μήλο.
2. μτφ. γερός, σταθερός, στερεός, ακλόνητος• ατράνταχτος•быть -ым в беде αντέχω γερά στη δυστυχία.
|| ισχυρός•-ая воля ισχυρή θέληση•
твёрдый характер ισχυρός χαρακτήρας•
-ая память γερή μνήμη.
3. στέρεος•-ая опора γερό στήριγμα.
|| σταθερός, μόνιμος•-ая власть σταθερή εξουσία•
-ые цены σταθερές τιμές.
|| μτφ. ακλόνητος•-ая уверенность ακλόνητη πίστη•
-ое убеждение σταθερή πεποίθηση.
εκφρ.твёрдый знак – το σκληρό γράμμα «Ъ»•- ые согласные – τα σκληρά (ηχηρά) σύμφωνα•стоять -ой ногой – πατώ γερά (στέκομαι σε γερές θέσεις). -
3 укрепить
ρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•
укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.
|| μτφ. δυναμώνω•укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•
-дружбу δυναμώνω τη φιλία.
2. τονώνω, ενισχύω•южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•
укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•
свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.
3. (στρατ.) οχυρώνω•укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•
укрепить город οχυρώνω την πόλη.
4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).
1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.2. δυναμώνω• τονώνομαι•нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.
|| ισχυροποιούμαι.3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.
4. οχυρώνομαι•войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.
-
4 стойкий
1. (хим., физ.) σταθερός 2. (долго сохраняющий и проявляющий свои свойства) ακλόνητος, αλύγιστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стойкий
-
5 устойчивый
1. (способный твёрдо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) ευσταθής, σταθερός, γερός 2. хим. ανθεκτικός 3. (не поддающийся, не подверженный изменениям и колебаниям, постоянный) σταθερός, αμετάβλητος 4. мат. ευσταθήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивый
-
6 незыблемый
незыблем||ыйприл ἀκλόνητος, ἀσάλευτος / ἀκράδαντος, ἀτράνταχτος (об убеждениях и т. п.):\незыблемыйые основы οἱ ἀκλόνητες βάσεις· \незыблемыйая вера ἡ ἀκράδαντη πίστη. -
7 непоколебимый
непоколебим||ыйприл ἀκλόνητος, ἀτράνταχτος, ἀκράδαντος:\непоколебимыйая во́ля ἡ ἀτράνταχτη θέληση· \непоколебимыйая уверенность ἡ ἀκράδαντη πεποίθηση. -
8 несгибаемый
несгибаем||ыйприл прям., перен ἄκαμπτος, ἀλύγιστος, ἀσάλευτος, ἀκλόνητος:\несгибаемыйая воля ἡ ἀκλόνητη θέληση. -
9 стойкий
стойк||ийприл1. σταθερός, ἀκλόνητος, ἀλύγιστος·2. хим., физ. σταθερός:\стойкий запах ἡ σταθερή μυρωδιά. -
10 устоять
устоятьсов1. (не упасть) κρατιέμαι, στέκομαι:\устоять на ногах κρατιέμαι στά πόδια μου·2. перен (выдержать напор, остаться стойким) ἀντέχω, ἀντιστέκομαι, κρατώ, μένω ἀκλονητος:\устоять перед неприятелем ἀντέχω στήν πίεση τοῦ ἐχθ-ροῦ· не могу́ \устоять перед соблазном δέν ἀντέχω στον πειρασμό. -
11 firm
-
12 hold one's ground
(to refuse to move back or retreat when attacked: Although many were killed, the soldiers held their ground.) μένω ακλόνητος στις θέσεις μου -
13 immovable
[i'mu:vəbl]1) (impossible to move: an immovable object.) αμετακίνητος2) (not allowing one's feelings or attitude to be changed.) σταθερός,ακλόνητος -
14 solid
['solid] 1. adjective1) (not easily changing shape; not in the form of liquid or gas: Water becomes solid when it freezes; solid substances.) στερεός2) (not hollow: The tyres of the earliest cars were solid.) συμπαγής3) (firm and strongly made (and therefore sound and reliable): That's a solid piece of furniture; His argument is based on good solid facts/reasoning.) στερεός,ακλόνητος,σταθερός4) (completely made of one substance: This bracelet is made of solid gold; We dug till we reached solid rock.) συμπαγής5) (without breaks, gaps or flaws: The policemen formed themselves into a solid line; They are solid in their determination to strike.) ενιαίος, συμπαγής, αδιάσπαστος6) (having height, breadth and width: A cube is a solid figure.) στερεός7) (consecutive; without a pause: I've been working for six solid hours.) συνεχής2. adverb(without interruption; continuously: She was working for six hours solid.) συνεχώς3. noun1) (a substance that is solid: Butter is a solid but milk is a liquid.) στερεό2) (a shape that has length, breadth and height.) στερεό σώμα•- solidify
- solidification
- solidity
- solidness
- solidly
- solid fuel -
15 steady
['stedi] 1. adjective1) ((negative unsteady) firmly fixed, balanced or controlled: The table isn't steady; You need a steady hand to be a surgeon.) σταθερός2) (regular or even: a steady temperature; He was walking at a steady pace.) σταθερός,αμετάβλητος3) (unchanging or constant: steady faith.) σταθερός,ακλόνητος4) ((of a person) sensible and hardworking in habits etc: a steady young man.) προκομμένος2. verb(to make or become steady: He stumbled but managed to steady himself; His heart-beat gradually steadied.) σταθεροποιώ/-ούμαι- steadily- steadiness
- steady on! - steady ! -
16 unflinching
(not yielding etc because of pain, danger, difficulty etc: his unflinching courage/determination.) ακλόνητος -
17 непоколебимый
[νιπακαλιμπίμυϊ] εκ. ακλόνητος, ατράνταχτος -
18 непоколебимый
[νιπακαλιμπίμυϊ] επ ακλόνητος, ατράνταχτος -
19 гора
-ы θ.1. βουνό, όρος•ледяная гора παγόβουνο•
снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).
2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•гора ящиков βουνό από κιβώτια.
3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).εκφρ.гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•-у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•под -у идти ή катиться – κ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•- мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. -
20 каменный
επ.1. πέτρινος, λίθινος•-ые плиты πέτρινες πλάκες•
каменный дом λιθόκτιστο σπίτι•
-ая гора πετροβούνι, βραχοβούνι•
каменный мост πέτρινο γεφύρι•
каменный уголь πετροκάρβουνο, λιθάνθρακας.
2. μτφ. ακίνητος, άψυχος•-ое лицо άψυχο (χωρίς ζωντάνια) πρόσωπο.
3. μτφ. άκαρδος, άσπλαχνος, ασυγκίνητος,αναίσθητος, αδιάφορος•-ое сердце πέτρινη καρδιά.
4. μτφ. ακλόνητος, σταθερός.εκφρ.каменный дрозд – πετροκάσυφας•- ая соль – ορυκτό αλάτι•- ая баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•- ая болезнь – παλ. λιθίαση (νόσος)•каменный век – η λίθινη εποχή•каменный мешок – αδιαχώρητο κελί• φυλακή, μπουντρούμι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακλόνητος — ακλόνητος, η, ο και ακλόνιστος, η, ο επίρρ. α ασάλευτος, σταθερός: Μένει πάντα ακλόνητος στις αντιλήψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκλόνητος — unshaken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
ἀκλονήτως — ἀκλόνητος unshaken adverbial ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλόνητον — ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc sg ἀκλόνητος unshaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτοις — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτους — ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτων — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλονήτῳ — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλόνητα — ἀκλόνητος unshaken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλόνητοι — ἀκλόνητος unshaken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)