Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ακλόνητος

  • 1 непоколебимый

    Русско-греческий словарь > непоколебимый

  • 2 твёрдый

    επ., βρ: твёрд, тверда, твёрдо; твёрже
    1. σκληρός• στερεός•

    -ое тело στερεό σώμα•

    -ое вещество σκληρή ουσία•

    -ые горючие τα στερεά καύσιμα•

    твёрдый карандаш το σκληρό μολύβι•

    -ое яблоко σκληρό μήλο.

    2. μτφ. γερός, σταθερός, στερεός, ακλόνητος• ατράνταχτος•

    быть -ым в беде αντέχω γερά στη δυστυχία.

    || ισχυρός•

    -ая воля ισχυρή θέληση•

    твёрдый характер ισχυρός χαρακτήρας•

    -ая память γερή μνήμη.

    3. στέρεος•

    -ая опора γερό στήριγμα.

    || σταθερός, μόνιμος•

    -ая власть σταθερή εξουσία•

    -ые цены σταθερές τιμές.

    || μτφ. ακλόνητος•

    -ая уверенность ακλόνητη πίστη•

    -ое убеждение σταθερή πεποίθηση.

    εκφρ.
    твёрдый знак – το σκληρό γράμμα «Ъ»•
    - ые согласные – τα σκληρά (ηχηρά) σύμφωνα•
    стоять -ой ногой – πατώ γερά (στέκομαι σε γερές θέσεις).

    Большой русско-греческий словарь > твёрдый

  • 3 укрепить

    ρ.σ.μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•

    укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•

    укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.

    || μτφ. δυναμώνω•

    укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•

    -дружбу δυναμώνω τη φιλία.

    2. τονώνω, ενισχύω•

    южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•

    укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•

    свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.

    3. (στρατ.) οχυρώνω•

    укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•

    укрепить город οχυρώνω την πόλη.

    4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•

    страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).

    1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.
    2. δυναμώνω• τονώνομαι•

    нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.

    || ισχυροποιούμαι.
    3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•

    укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.

    4. οχυρώνομαι•

    войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.

    Большой русско-греческий словарь > укрепить

  • 4 стойкий

    1. (хим., физ.) σταθερός 2. (долго сохраняющий и проявляющий свои свойства) ακλόνητος, αλύγιστος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стойкий

  • 5 устойчивый

    1. (способный твёрдо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) ευσταθής, σταθερός, γερός 2. хим. ανθεκτικός 3. (не поддающийся, не подверженный изменениям и колебаниям, постоянный) σταθερός, αμετάβλητος 4. мат. ευσταθής

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивый

  • 6 незыблемый

    незыблем||ый
    прил ἀκλόνητος, ἀσάλευτος / ἀκράδαντος, ἀτράνταχτος (об убеждениях и т. п.):
    \незыблемыйые основы οἱ ἀκλόνητες βάσεις· \незыблемыйая вера ἡ ἀκράδαντη πίστη.

    Русско-новогреческий словарь > незыблемый

  • 7 непоколебимый

    непоколебим||ый
    прил ἀκλόνητος, ἀτράνταχτος, ἀκράδαντος:
    \непоколебимыйая во́ля ἡ ἀτράνταχτη θέληση· \непоколебимыйая уверенность ἡ ἀκράδαντη πεποίθηση.

    Русско-новогреческий словарь > непоколебимый

  • 8 несгибаемый

    несгибаем||ый
    прил прям., перен ἄκαμπτος, ἀλύγιστος, ἀσάλευτος, ἀκλόνητος:
    \несгибаемыйая воля ἡ ἀκλόνητη θέληση.

    Русско-новогреческий словарь > несгибаемый

  • 9 стойкий

    стойк||ий
    прил
    1. σταθερός, ἀκλόνητος, ἀλύγιστος·
    2. хим., физ. σταθερός:
    \стойкий запах ἡ σταθερή μυρωδιά.

    Русско-новогреческий словарь > стойкий

  • 10 устоять

    устоять
    сов
    1. (не упасть) κρατιέμαι, στέκομαι:
    \устоять на ногах κρατιέμαι στά πόδια μου·
    2. перен (выдержать напор, остаться стойким) ἀντέχω, ἀντιστέκομαι, κρατώ, μένω ἀκλονητος:
    \устоять перед неприятелем ἀντέχω στήν πίεση τοῦ ἐχθ-ροῦ· не могу́ \устоять перед соблазном δέν ἀντέχω στον πειρασμό.

    Русско-новогреческий словарь > устоять

  • 11 firm

    I [fə:m] adjective
    1) ((fixed) strong and steady: a firm handshake.) σταθερός,γερός,στέρεος
    2) (decided; not changing one's mind: a firm refusal.) ακλόνητος, αμετακίνητος, αμετάκλητος
    II [fə:m] noun
    (a business company: an engineering firm.) εταιρία, φίρμα

    English-Greek dictionary > firm

  • 12 hold one's ground

    (to refuse to move back or retreat when attacked: Although many were killed, the soldiers held their ground.) μένω ακλόνητος στις θέσεις μου

    English-Greek dictionary > hold one's ground

  • 13 immovable

    [i'mu:vəbl]
    1) (impossible to move: an immovable object.) αμετακίνητος
    2) (not allowing one's feelings or attitude to be changed.) σταθερός,ακλόνητος

    English-Greek dictionary > immovable

  • 14 solid

    ['solid] 1. adjective
    1) (not easily changing shape; not in the form of liquid or gas: Water becomes solid when it freezes; solid substances.) στερεός
    2) (not hollow: The tyres of the earliest cars were solid.) συμπαγής
    3) (firm and strongly made (and therefore sound and reliable): That's a solid piece of furniture; His argument is based on good solid facts/reasoning.) στερεός,ακλόνητος,σταθερός
    4) (completely made of one substance: This bracelet is made of solid gold; We dug till we reached solid rock.) συμπαγής
    5) (without breaks, gaps or flaws: The policemen formed themselves into a solid line; They are solid in their determination to strike.) ενιαίος, συμπαγής, αδιάσπαστος
    6) (having height, breadth and width: A cube is a solid figure.) στερεός
    7) (consecutive; without a pause: I've been working for six solid hours.) συνεχής
    2. adverb
    (without interruption; continuously: She was working for six hours solid.) συνεχώς
    3. noun
    1) (a substance that is solid: Butter is a solid but milk is a liquid.) στερεό
    2) (a shape that has length, breadth and height.) στερεό σώμα
    - solidify
    - solidification
    - solidity
    - solidness
    - solidly
    - solid fuel

    English-Greek dictionary > solid

  • 15 steady

    ['stedi] 1. adjective
    1) ((negative unsteady) firmly fixed, balanced or controlled: The table isn't steady; You need a steady hand to be a surgeon.) σταθερός
    2) (regular or even: a steady temperature; He was walking at a steady pace.) σταθερός,αμετάβλητος
    3) (unchanging or constant: steady faith.) σταθερός,ακλόνητος
    4) ((of a person) sensible and hardworking in habits etc: a steady young man.) προκομμένος
    2. verb
    (to make or become steady: He stumbled but managed to steady himself; His heart-beat gradually steadied.) σταθεροποιώ/-ούμαι
    - steadiness
    - steady on! - steady !

    English-Greek dictionary > steady

  • 16 unflinching

    (not yielding etc because of pain, danger, difficulty etc: his unflinching courage/determination.) ακλόνητος

    English-Greek dictionary > unflinching

  • 17 непоколебимый

    [νιπακαλιμπίμυϊ] εκ. ακλόνητος, ατράνταχτος

    Русско-греческий новый словарь > непоколебимый

  • 18 непоколебимый

    [νιπακαλιμπίμυϊ] επ ακλόνητος, ατράνταχτος

    Русско-эллинский словарь > непоколебимый

  • 19 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 20 каменный

    επ.
    1. πέτρινος, λίθινος•

    -ые плиты πέτρινες πλάκες•

    каменный дом λιθόκτιστο σπίτι•

    -ая гора πετροβούνι, βραχοβούνι•

    каменный мост πέτρινο γεφύρι•

    каменный уголь πετροκάρβουνο, λιθάνθρακας.

    2. μτφ. ακίνητος, άψυχος•

    -ое лицо άψυχο (χωρίς ζωντάνια) πρόσωπο.

    3. μτφ. άκαρδος, άσπλαχνος, ασυγκίνητος,αναίσθητος, αδιάφορος•

    -ое сердце πέτρινη καρδιά.

    4. μτφ. ακλόνητος, σταθερός.
    εκφρ.
    каменный дрозд – πετροκάσυφας•
    - ая соль – ορυκτό αλάτι•
    - ая баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•
    - ая болезньπαλ. λιθίαση (νόσος)•
    каменный век – η λίθινη εποχή•
    каменный мешок – αδιαχώρητο κελί• φυλακή, μπουντρούμι.

    Большой русско-греческий словарь > каменный

См. также в других словарях:

  • ακλόνητος — ακλόνητος, η, ο και ακλόνιστος, η, ο επίρρ. α ασάλευτος, σταθερός: Μένει πάντα ακλόνητος στις αντιλήψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκλόνητος — unshaken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία …   Dictionary of Greek

  • ἀκλονήτως — ἀκλόνητος unshaken adverbial ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλόνητον — ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc sg ἀκλόνητος unshaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλονήτοις — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλονήτους — ἀκλόνητος unshaken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλονήτων — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλονήτῳ — ἀκλόνητος unshaken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλόνητα — ἀκλόνητος unshaken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλόνητοι — ἀκλόνητος unshaken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»