-
1 ακαταμάχητος
[акатамахитос]εκ. непобедимый, неопровержимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακαταμάχητος
-
2 неопровержимый
неопровержимый ακαταμάχητος, αδιάψευτος* \неопровержимый довод το ακαταμάχητο επιχείρημα* * *ακαταμάχητος, αδιάψευτοςнеопровержи́мый до́вод — το ακαταμάχητο επιχείρημα
-
3 непобедимый
-
4 неодолимый
επ., βρ: -лим, -а, -оανυπέρβλητος, ακαταγώνιστός, ακαταμάχητος, ακαταδάμαστος, ακατανίκητος•-ая сила ακατανίκητη δύναμη•
-ая страсть ακατανίκητο πάθος•
-враг ακαταμάχητος εχθρός.
-
5 неодолимый
неодоли́м||ыйприл ἀκατανίκητος, ἀκατάβλητος, ἀκαταμάχητος:\неодолимыйая сила ἡ ἀκατάβλητη δύναμη· \неодолимыйая страсть τό ἀκατανίκητο πάθος. -
6 неопровержимый
неопровержи́м||ыйприл ἀκαταμάχητος, ἀδιάψευστος:\неопровержимыйый довод τό ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα -
7 неоспоримый
неоспоримыйприл ἀναμφισβήτητος, ἀδιαφιλονίκητος, ἀναντίρρητος, ἀκαταμάχητος:\неоспоримый факт τό ἀναμφισβήτητο γεγονός· \неоспоримый доиод τό ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα -
8 неотразимый
неотразим||ыйприл в разн. знач. ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος:\неотразимыйая красота ἡ ἀκατανίκητη γοητεία· \неотразимый довод τό ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα -
9 несокрушимый
несокрушимыйприл ἀκατάλυτος, ἀκαταμάχητος. -
10 неопровержимый
[νιακραβιρζύμυϊ/] εκ. ακαταμάχητος -
11 неотразимый
[νιατραζίμυϊ] εκ. ακαταμάχητος -
12 неопровержимый
[νιακραβιρζύμυϊ] επ ακαταμάχητος -
13 неотразимый
[νιατραζίμυϊ] επ ακαταμάχητος -
14 неопровержимый
επ., βρ: -жим, -а, -оαδιάψευστος; αναμφισβήτητος• ακαταμάχητος, ατράνταχτος•-ые доказательства αδιάψευτες-μαρτυρίες•
-ые доводы ατράνταχτα επιχειρήματα.
-
15 непобедимый
επ., βρ: -дим, -а, -оαήττητος, ανίκητος, ακατανίκητος. || ακαταμάχητος, απροσμάχητος, απρόσμαχος. -
16 несокрушимый
επ., βρ: -шим, -а, -оασύντριπτος, ακαταμάχητος. || άκαμπτος, αλύγιστος, ακλόνητος•-ая воля ακλόνητη θέληση.
См. также в других словарях:
ἀκαταμάχητος — unconquerable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταμάχητος — η, ο (Α ἀκαταμάχητος, ον) [καταμάχομαι] εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος «ἀκαταμάχητα ὅπλα» νεοελλ. αυτός που δεν αντικρούεται «ακαταμάχητα επιχειρήματα» … Dictionary of Greek
ακαταμάχητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί, ακατανίκητος: Τις κατηγορίες εναντίον του απέκρουσε με επιχειρήματα ακαταμάχητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταμάχητον — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem acc sg ἀκαταμάχητος unconquerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτοις — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτου — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτους — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτων — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτῳ — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμάχητα — ἀκαταμάχητος unconquerable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμάχητοι — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)