Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αιμορραγώ

См. также в других словарях:

  • αιμορραγώ — αιμορραγώ, αιμορράγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει …   Dictionary of Greek

  • αιμορραγώ — ησα, έχω αιμορραγία: Χθες αιμορραγούσε πάλι η μύτη μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… …   Dictionary of Greek

  • αιμορραγής — αἱμορραγής, ὲς (Α) αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι. ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης] …   Dictionary of Greek

  • αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… …   Dictionary of Greek

  • αιμορροώ — (Α αἱμορροῶ) [αἱμόρρους] αιμορραγώ, χάνω αίμα νεοελλ. εξαντλούμαι, υποφέρω ψυχικά …   Dictionary of Greek

  • ευαιμορράγητος — εὐαιμορράγητος, ον (Α) αυτός που παθαίνει εύκολα αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιμορράγητος (< αιμορραγώ), πρβλ. αν αιμορράγητος, δυσ αιμορράγητος] …   Dictionary of Greek

  • εφαιμορραγώ — ἐφαιμορραγῶ, έω (Α) αιμορραγώ για δεύτερη φορά, ξαναπαθαίνω αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱμο ρραγῶ] …   Dictionary of Greek

  • λιφαιμώ — λιφαιμῶ, έω (Α) [λίφαιμος] 1. χάνω το αίμα μου, γίνομαι χλομός 2. αιμορραγώ, αιμορροώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»