-
1 αιμορραγώ
[эморраго] р. кровоточить, истекать кровью,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιμορραγώ
-
2 истекать
-
3 истекать
1. (о времени) εκπνέω, τελειώνω, λήγω 2. (о действии документа) λήγω 3. (вытекать) εκρέατ - кровью αιμορραγώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > истекать
-
4 кровоточивый
αιμορραγικός-ть αιμορραγώ, βγάζω αίμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кровоточивый
-
5 истекать
истекатьнесов (кончаться) λήγω, τελειώνω· ◊ \истекать кровью αίμορραγώ, ἐξαν-τλοῦμαι ἀπό αίμορραγία. -
6 кровоточить
кровоточи́||тьнесов ἀΙμορραγῶ, αίμάσσω, αίμοστάζω. -
7 истекать
[ισηκάτ'] ρ. αιμορραγώ -
8 кровоточить
[κραβατατσίτ'] ρ. αιμορραγώ -
9 истекать
[ισηκάτ'] ρ αιμορραγώ -
10 кровоточить
[κραβατατσίτ'] ρ αιμορραγώ -
11 кровоточить
-читρ.δ. αιμάσσω, αιμορραγώ, βγάζω (στάζω) αίμα•рана -ит η πληγή βγάζει αίμα.
См. также в других словарях:
αιμορραγώ — αιμορραγώ, αιμορράγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει … Dictionary of Greek
αιμορραγώ — ησα, έχω αιμορραγία: Χθες αιμορραγούσε πάλι η μύτη μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… … Dictionary of Greek
αιμορραγής — αἱμορραγής, ὲς (Α) αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι. ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης] … Dictionary of Greek
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek
αιμορροώ — (Α αἱμορροῶ) [αἱμόρρους] αιμορραγώ, χάνω αίμα νεοελλ. εξαντλούμαι, υποφέρω ψυχικά … Dictionary of Greek
ευαιμορράγητος — εὐαιμορράγητος, ον (Α) αυτός που παθαίνει εύκολα αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιμορράγητος (< αιμορραγώ), πρβλ. αν αιμορράγητος, δυσ αιμορράγητος] … Dictionary of Greek
εφαιμορραγώ — ἐφαιμορραγῶ, έω (Α) αιμορραγώ για δεύτερη φορά, ξαναπαθαίνω αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱμο ρραγῶ] … Dictionary of Greek
λιφαιμώ — λιφαιμῶ, έω (Α) [λίφαιμος] 1. χάνω το αίμα μου, γίνομαι χλομός 2. αιμορραγώ, αιμορροώ … Dictionary of Greek