-
1 αθέλητος
[ателитос] εκ. непроизвольныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθέλητος
-
2 невольный
-
3 безотчетный
безотчетн||ыйприл1. (бессознательный) ἀσυνείδητος, ἀσυναίσθητος / ἀθέλητος, ἀθελος (невольный);2. (бесконтрольный) ἀνεξέλεγκτος. -
4 невольный
нево́льн||ыйприл1. ἀθέλητος, ἀκούσιος, ἀθελος / τυχαίος (случайный):\невольный свидетель ὁ ἀκούσιος μάρτυς·2. (непроизвольный) αὐθόρμητος, ἀκούσιος, ἀπροαί-ρετος:\невольныйая улыбка τό ἄθελο χαμόγελο· \невольныйые слезы τά αὐθόρμητα δάκρυα. -
5 нечаянный
нечаянн||ыйприл1. (неожиданный) ἀπροσδόκητος, ἀπρόοπτος·2. (случайный) ἀθέλητος, ἀκούσιος. -
6 невольный
[νιβόλ'νυϊ] εκ. αθέλητος -
7 невольный
[νιβόλ'νυϊ] επ αθέλητος -
8 невольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льнец, -ольны.1. αθέλητος, άθελος, ακούσιος, αβούλητος, απροαίρετος•-ая ошибка ακούσιο λάθος.
|| τυχαίος•невольный свидетель τυχαίος μάρτυρας (που παραβρέθηκε τυχαία).
|| αυθόρμητος, μηχανικός.2. αναγκαστικός, υποχρεωτικός•-ал посадка αναγκαστική προσγείωση.
3. παλ. δούλος, ανελεύθερος, σκλάβος.
См. также в других словарях:
ἀθέλητος — unwilling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέλητος — η, ο (Α ἀθέλητος, ον) [θέλω] αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται παρά τη θέληση κάποιου, ακούσιος, απρόθυμος, αναγκαστικός 2. ο χωρίς θέληση, αναποφάσιστος μσν. αυτός που δεν τόν θέλει κανείς … Dictionary of Greek
αθέλητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται χωρίς τη θέλησή μας, ακούσιος: Η χθεσινή απουσία μου ήταν αθέλητη. 2. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος: Ήταν άνθρωπος νωθρός κι αθέλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθελήτως — ἀθέλητος unwilling adverbial ἀθέλητος unwilling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέλητον — ἀθέλητος unwilling masc/fem acc sg ἀθέλητος unwilling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθελήτοις — ἀθέλητος unwilling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθελήτου — ἀθέλητος unwilling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθελήτων — ἀθέλητος unwilling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθελήτῳ — ἀθέλητος unwilling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέλητα — ἀθέλητος unwilling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούσιος — α, ο (Α ἀκούσιος, ον) 1. αυτός που γίνεται από κάποιον παρά τη θέλησή του, αθέλητος, αναγκαστικός 2. (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται χωρίς πρόθεση, αθέλητος, απρομελέτητος 3. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek