Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αεροπορικός

См. также в других словарях:

  • αεροπορικός — ή, ό [αεροπόρος] 1. εκείνος που αναφέρεται ή ανήκει στην αεροπορία 2. επίρρ. αεροπορικώς με αεροπλάνο, διά τού αέρος …   Dictionary of Greek

  • αεροπορικός — ή, ό επίρρ. ώς αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροπορία: Οι αεροπορικές μεταφορές αυξήθηκαν πολύ τα τελευταία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους …   Dictionary of Greek

  • αεροπορικός σημαντήρας — Οπτικός σημαντήρας για την καθοδήγηση των αεροπλάνων. Χρησιμοποιείται στους διαδρόμους προσγείωσης και στα τυχόν επικίνδυνα σημεία γύρω από τα αεροδρόμια. Συνήθως είναι κόκκινο φως που αναβοσβήνει …   Dictionary of Greek

  • αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… …   Dictionary of Greek

  • κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… …   Dictionary of Greek

  • Μπέλο Οριζόντε — (Βelo Ηorizonte). Πόλη (2.229.697 κάτ. το 2000) της ΝΑ Βραζιλίας, πρωτεύουσα της πολιτείας Μίνας Ζεραΐς. Ιδρύθηκε το 1895, σε μια κόγχη σε ύψος 852 μ. της Σέρα ντο Εσπινιάσο, στην άνω λεκάνη του ποταμού Σάο Φρανσίσκο, και εγκαινιάστηκε το 1897 με …   Dictionary of Greek

  • Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό …   Dictionary of Greek

  • Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»