-
1 αδρά
ἁδρόςthick: neut nom /voc /acc plἁδρά̱, ἁδρόςthick: fem nom /voc /acc dualἁδρά̱, ἁδρόςthick: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἁδρά
ἁδρόςthick: neut nom /voc /acc plἁδρά̱, ἁδρόςthick: fem nom /voc /acc dualἁδρά̱, ἁδρόςthick: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αδρά
-
4 ἁδρᾷ
-
5 αδρά
επίρρ.1) очень дорого, по высокой цене; 2) щедро -
6 άδρα(γ)μα
τό1) схватывание; 2) опревание злаков; ущерб от опревания; гибель злаков от опревания -
7 άδρα(γ)μα
τό1) схватывание; 2) опревание злаков; ущерб от опревания; гибель злаков от опревания -
8 αδρός
η, ό [ά, όν ]1) толстый, крупный, грубоватый (о чертах лица);αδρά χαρακτηριστικά — крупные черты лица;
αδρές πινελιές — иск. крупные мазки;
2) густой, частый; буйный, пышный;αδρά στάχυα — тучные колосья;
3) большой, богатый, обильный;αδρά αμοιβή — крупное вознаграждение;
4) резкий, отчётливый; чёткий;αδρές γραμμές — резкие линии;
αδροι τόνοι — резкие тона;
αδρά νοήματα — чёткие формулировки; — ясные выражения;
αδρο υφός — чёткий, лаконичный стиль
-
9 διδράσκω
Grammatical information: v.Other forms: aor. ἀπ-έδρᾱν, perf. ἁποδέδρακα. Also ἐκ-διδράσκω; the simplex is hardly attested; s. DELG.Derivatives: ἀπόδρασις (Hdt.). δρᾱσμός `flight' (Hdt.). - ἄδρᾱστος intr. `who does not run away' (Hdt.), also as PN ῎Αδρηστος, - δραστος (Il.); fem. Άδρά̄στεια name of Nemesis `from whom one cannot flee' (A.; s. Schwyzer 475); - δρᾱπέτης m. `runaway (slave)' (Hdt.); the - π- is unclear. δραπετεύω `run away'. δρᾱ́ψ (Ar. fr. 768; old?). Also δρασκάζω `try to run away" (Lys.).Etymology: IE [204] * dreh₂- `run' The athematic root aorist ἔ-δρᾱ-ν agrees with Skt. drā́-ti `escapes'. Root * dr-eh₂- beside * dr-em- in δραμεῖν, δρόμος.See also: s. ἀποδιδράσκω.Page in Frisk: 1,387Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διδράσκω
-
10 αδρος
31) крупный, большой, массивный(κίονες, λέμβος Diod.)
2) большой, рослый, крепкий(παιδίον Her.; παῖδες Plat.; ἄνδρες Isocr.; χοῖρος Xen.)
3) спелый, созревший(καρπός Her.; σῖτος ὅ μήπω ἁ. Arst.)
4) обильный, густой(χιών Her.; ψακάδες Arst.; δωρεαί τε καὴ τιμαί Diod.)
5) многоводный, вздувшийся(ῥεύματα Arst.)
6) мощный, сильныйτὰ δήγματα ποιεῖν ἁδρά Diod. — наносить глубокие укусы;
πῦρ ἁδρόν Plut. — яркий огонь;ἁ. πόλεμος Arph. — ожесточенная война -
11 рашпиль
η ρίνη ξύλων/μαλακών μετάλλωνη αδρά ρίνη, разг. η ράσπαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рашпиль
-
12 жесткий
жестк||ийприл1. σκληρός, στερεός / ἀλύγιστος (негнущийся)Ι τραχύς (о коже)/ γλυφός (о воде):\жесткийое мясо τό σκληρό κρέας· \жесткийие волосы τά σκληρά μαλλιά·2. перен σκληρός, αὐστηρός (грубый, резкий)/ δριμύς (суровый):\жесткийие черты τά ἀδρά χαρακτηριστικά·3. перен (решительный, крутой) αὐστηρός:\жесткийие меры τά αὐστηρά μέτρα· \жесткий срок ἡ αὐστηρά καθορισμένη προθεσμία· ◊ \жесткий вагон ж.-д. βαγόνι τρίτης θέσεως. -
13 αδρώς
см. αδρά -
14 χαρακτηριστικό(ν)
τό1) характерная черта, особенность; признак, примета; 2) πλ. черты лица;αδρά χαρακτηριστικά — крупные черты лица
-
15 χαρακτηριστικό(ν)
τό1) характерная черта, особенность; признак, примета; 2) πλ. черты лица;αδρά χαρακτηριστικά — крупные черты лица
-
16 αδράν
-
17 ἁδράν
-
18 αδράς
-
19 ἁδράς
-
20 грубый
επ., βρ: груб, -а, -о.1. τραχύς, άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένσς•-ая мебель χοντροειδές έπιπλο•
-ая работа χοντροδουλειά•
-ые черты лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая кожа τραχύ δέρμα, τραχεία επιδερμίδα.
2. τραχύς, άγαρμπος•грубый голос άγαρμπη φωνή.
3. ανάγωγος, αγενής, αγροίκος•грубый человек αγροίκος άνθρωπος•
-ое обращение ανάγωγη συμπεριφορά.
4. μεγάλος, χοντρός•-ая ошибка χοντρό λάθος•
-ое нарушение дисциплины μεγάλη παραβίαση της πειθαρχίας•
-ая ложь χοντρό ψέμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁδρά — ἁδρός thick neut nom/voc/acc pl ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc/acc dual ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδρα — η [αδρός] απαλό, ανεπαίσθητο ρυτίδωμα τής θάλασσας (προκαλείται από τα σκιρτήματα τών ψαριών που κινούνται μέσα σ αυτήν) … Dictionary of Greek
ἁδρᾷ — ἁδρός thick fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδράν — ἁδρά̱ν , ἁδρός thick fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδράς — ἁδρά̱ς , ἁδρός thick fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδροπληρώνω — πληρώνω αδρά, δίνω άφθονα χρήματα για κάποιον ή κάτι, καλοπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρά + πληρώνω] … Dictionary of Greek
παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… … Dictionary of Greek
Decapole (Proche-Orient) — Décapole (Proche Orient) Localisation de la Décapole, en rouge La Décapole, du grec deka (dix) et polis (cité), désigne dix villes principalement situées à l est du Jourdain, qui se regroupèrent en une ligue. Probablement fondées par des colons… … Wikipédia en Français
Décapole (Proche-Orient) — Pour les articles homonymes, voir Décapole. Localisation de la Décapole, en noir La Décapole, du grec deka (dix) et polis (cité), désigne dix villes principalement située … Wikipédia en Français
Décapole (proche-orient) — Localisation de la Décapole, en rouge La Décapole, du grec deka (dix) et polis (cité), désigne dix villes principalement situées à l est du Jourdain, qui se regroupèrent en une ligue. Probablement fondées par des colons grecs et macédoniens sous… … Wikipédia en Français
αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… … Dictionary of Greek