-
1 αδιάλλακτος
[адьяллактос] εκ. неуступчивый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδιάλλακτος
-
2 непримиримый
-
3 неподатливый
непода́тлив||ыйприл ἀκαμπτος / ἀδιάλλακτος, ἀνένδοτος (о человеке). -
4 непримиримостьый
непримиримость||ыйприл ἀδιάλλακτος, ἀσυμφιλίωτος, ἀνειρήνευτος:\непримиримостьыйые противоречия ὁ£ ἀνειρήνευτες ἀντιθέσεις· \непримиримостьыйая борьба ἡ ἀδιάλλακτη πάλη. -
5 несговорчивый
несговорчивыйприл ἀδιάλλακτος, ἀσυμβίβαστος. -
6 нетерпимый
нетерпи́м||ыйприл1. (такой, с которым нельзя мириться) ἀπαράδεκτος, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος:\нетерпимыйое поведение ἡ ἀπαράδεκτη διαγωγή·2. (не проявляющий терпимости) μή ἀνεκτικός, ἀδιάλλακτος / μισαλλόδοξος (к чужим убеждениям). -
7 неуступчивый
неусту́пчив||ыйприл ἀδιάλλακτος, ἀνένδοτος, ισχυρογνώμων, ἐπίμονος. -
8 неподатливый
[νιπαντάτλιβυΐ] εκ. άκαμπτος, αδιάλλακτος -
9 несговорчивый
[νισγκαβόρτσιβυϊ] εκ. αδιάλλακτος -
10 неуступчивый
[νιουστούπτσιβυΐ] επ. αδιάλλακτος -
11 неподатливый
[νιπαντάτλιβυϊ] επ άκαμπτος, αδιάλλακτος -
12 несговорчивый
[νισγκαβόρτσιβυϊ] επ αδιάλλακτος -
13 неуступчивый
[νιουστούπτσιβυϊ] επ αδιάλλακτος -
14 бескомпромиссный
επ.ασυμβίβαστος, αδιάλλακτος. -
15 ершистый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. ορθωμένος, ανασηκωτός, όρθιος• προτεταμένος.2. μτφ. αδιάλλακτος, ανένδοτος, πείσμονας,σκληροτράχηλος. -
16 задолбить
-блю, -бишь ρ.σ.μ.1. ραμφίζω, σκοτώνω με το ράμφος•петух -ил жука ο κόκορας σκότωσε με το ράμφος το σκαθάρι.
2. αποστηθίζω, παπαγαλίζω.εκφρ.задолбить себе что – είμαι αδιάλλακτος, έχω αγύριγο κεφάλι. -
17 матёрый
κ. матеройεπ.μεγάλος, τρανός, θερίος, γιγαντωμένος (για ζώα)•матёрый волк θερίος λύκος.
|| έμπειρος, πεπειραμένος• επιδέξιος. || άσπονδος, αδιάλλακτος, φανατικός, βαμμένος•матёрый враг άσπονδος εχθρός.
-
18 неподатливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσκληρός, τραχύς, δυσκολοδούλευτος•неподатливый камень δυ-σκολοδούλευτη πέτρα.
|| μτφ. ανένδοτος, άκαμπτος αδιάλλακτος, ισχυρόγνωμος. -
19 непокладистый
επ., βρ: -диет, -а, -о.1. αδιάλλακτος, ανένδοτος ισχυρογνώμονας.2. παλ. άγαρμπος, ακανόνιστος, κακό φτιαγμένος. -
20 непримиримый
επ., βρ: -рим, -а, -оαδιάλλακτος, ανένδοτος, ανειρήνευτος• ασυμφιλίωτος•-ая борьба ανένδοτος αγώνας.
|| ασύμφωνος• ασυμβίβαστος•-ые противоречия ανεξάλειπτες αντιθέσεις.
См. также в других словарях:
αδιάλλακτος — αδιάλλακτος, η, ο και αδιάλλαχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμβιβάζεται, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος: Υποστηρίζει απόψεις αδιάλλακτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιάλλακτος — irreconcilable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek
ἀδιαλλάκτω — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτως — ἀδιάλλακτος irreconcilable adverbial ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλλακτον — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc sg ἀδιάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτοις — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτου — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτους — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτων — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλλακτα — ἀδιάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)