-
1 αδιάκριτος
[адьякритос] εκ. дерзкий, бестактный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδιάκριτος
-
2 бестактный
-
3 нескромный
-
4 неделикатный
неделикатн||ыйприл χωρίς λεπτούς τρόπους/ ἀδιάκριτος (нетактичный)/ ἀγενής (невежливый). -
5 нескромный
нескромн||ыйприл1. ὁ μή μετριόφρων, ἀσεμνος·2. (неделикатный) ἀδιάκριτος:\нескромныйый вопрос ἡ ἀδιάκριτη ἐρώτηση·3. (неприличный) ὁ ἀναιδής, ὁ ἀναίσχυντος, ὁ ἀδιάντροπος. -
6 неделикатный
[νιντιλικάτνυΥ] εκ. αδιάκριτος -
7 неделикатный
[νιντιλικάτνυΥ] επ αδιάκριτος -
8 невидимый
επ., βρ: -дим, -а, -оαόρατος, αθέατος, αφανής•-ые звзды αόρατα αστέρια•
-ая рука αόρατο χέρι.
|| δυσδιάκριτος, αδιάκριτος, απαρατήρητος•невидимый шов δυσκολοδιάκριτη ραφή.
-
9 незримый
επ., βρ: -рим, -а, -о (γραπ. λόγος) αθέατος, αόρατος, αδιόρατος, αφανής αδιάκριτος. || μυστικός, απόκρυφος. -
10 неразличимый
επ., βρ: -чим, -а, -оδυσδιάκριτος, αδιάκριτος, αδιόρατος• αδιάγνωστος, αξεχώριστός•-ые цвета δυσκολοξεχώριστα χρώματα•
-ые оттенки δυσδιάκριτες αποχρώσεις.
-
11 нескромный
επ., βρ: -мен, -мна -мно.1. άσεμνος, άκοσμος, αήθης• αδιάκριτος•извините за нескромный вопрос με συγχωρείτε για αδιάκριτη ερώτηση.
2. ματαιόδοξος• καυχησιάρης.3. αδιάντροπος, άσεμνος, απρεπής, αναιδής.
См. также в других словарях:
ἀδιάκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αδιάκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διακρίνεται, δε φαίνεται: Τα μικρόβια είναι αδιάκριτα με γυμνό μάτι. 2. αυτός που δεν έχει καλή συμπεριφορά, διακριτικότητα, ο ανάγωγος: Οι ερωτήσεις που έκανε ήταν πολύ αδιάκριτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιακριτώτερον — ἀδιάκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἀδιάκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάκριτος undistinguishable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτως — ἀδιάκριτος undistinguishable adverbial ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάκριτον — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἀδιάκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτοις — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτου — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτους — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτων — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτῳ — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)