Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αδελφές

  • 1 αδελφός

    1. ο
    1) брат; 2) братец, друг (в обращении); 2. (ός, ή, ό[ν]) братский;

    αδελφές χώρες — братские страны;

    αδελφά κόμματα. — братские партии;

    3. επιφ.:

    ωχ αδελφέ άσε με! — да оставь ты меня в покое!;

    αδελφέ μου, καλά πού δεν ήρθες — хорошо, что тебя там не было

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αδελφός

  • 2 γλώσσα

    I η
    1) анат. язык;

    γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;

    δείχνω τη γλώσσαпоказывать язык (врачу);

    βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);

    2) язык, речь;

    μητρική γλώσσα — родной язык;

    ξένη γλώσσα — иностранный язык;

    ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;

    λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;

    γλώσσα γραφομένη — письменная речь;

    ομιλούμενη γλώσσαразговорный язык (в противоположность письменному языку);

    απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;

    ιδιωματική γλώσσα — диалект;

    αδελφές γλώσσες — родственные языки;

    δημοτική (γλώσσ) — димотика;

    μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;

    (γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;

    μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;

    ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;

    3) перен. язык, язычок;

    γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;

    γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;

    γλώσσα νήζ — коса (шиш);

    γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;

    γλώσσα καμπάνας — язык колокола;

    γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;

    § κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;

    όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;

    γλώσσα σπαθί — острый язык;

    έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;

    γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;

    πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;

    έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;

    η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;

    του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;

    λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;

    του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;

    μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;

    με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;

    ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);

    δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;

    δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;

    δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;

    μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;

    με τη γλώσσα εξω — высунув язык;

    μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;

    γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;

    μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;

    λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой

    γλώσσα2
    II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλώσσα

  • 3 ξεσυνερίζομαι

    μετ.
    1) принимать всерьёз (чьи-л. слова, поступки); придавать значение (чьим-л. словам, поступкам); обращать внимание (на чьи-л. действия, слова);

    είναι παιδί, μην το ξεσυνερίζεσαι — не обращай внимания, он ещё ребёнок;

    2) принимать близко к сердцу, обижаться;

    μην με ξεσυνερίζεσαι — не обижайся на меня;

    3) не желать уступить друг другу; соперничать;

    αυτά τα παιδιά ξεσυνερίζονται το ένα το άλλο και πάντα μαλλώνουν — эти дети не хотят уступить друг другу и ссорятся;

    4) подражать (кому-л.); стремиться быть похожим (на кого-л.);

    τό κοριτσάκι ξεσυνερίζεται τίς μεγάλες του αδελφές — девочка подражает своим старшим сестрам

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεσυνερίζομαι

См. также в других словарях:

  • Αδελφές — Τρία μικρά νησιά, 13 περίπου μίλια νοτιοανατολικά της Αστυπάλαιας. Το μεγαλύτερο έχει μήκος 5 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Αδελφές Χριστιανικών Σχολών — Ονομασία μοναστηριών, που ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον Πειραιά, στο οποίο λειτουργεί ελληνογαλλική σχολή. Ιδρύθηκε το 1893. 2. Ανδρικό μοναστήρι στη Νεάπολη της Θεσσαλονίκης, στο οποίο λειτουργεί γυμνάσιο. Ιδρύθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Εριχθόνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηφαίστου και της Γης. Κατά τη μυθολογία, η Αθηνά πήγε κάποτε στο εργαστήρι του Ηφαίστου για να της φτιάξει όπλα, αλλά εκείνος της επιτέθηκε με ερωτικές διαθέσεις. Η θεά αντιστάθηκε και το σπέρμα του… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξιανοί — Μέλη θρησκευτικής αδελφότητας της Ολλανδίας και της Γερμανίας που δημιουργήθηκε τον 14ο αι. με σκοπό την προστασία των φτωχών και την ταφή των απόρων στη διάρκεια της μεγάλης επιδημίας πανώλης που μάστιζε τότε την Ευρώπη. Ονομάστηκαν Α. το 1462,… …   Dictionary of Greek

  • Αλκοθόη ή Αλκιθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Μινύα, που προκάλεσε τον θυμό του Διονύσου, επειδή έμεινε στο σπίτι με τις αδελφές της Λευκίππη και Αριστίππη και ύφαινε, ενώ οι άλλες γυναίκες πανηγύριζαν τον θεό. Ο Διόνυσος τις έκανε μανιακές και βγήκαν στα βουνά,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Θεαφανώ — Όνομα πριγκιπισσών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Βυζαντινή πριγκίπισσα (10ος αι.). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου και της Ελένης. Μετά την άνοδο του αδελφού της Ρωμανού B’ στον θρόνο, το 959, η Θ., μαζί με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λευκίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Ωκεανίδες. 2. Σύζυγος του Ευήνορα, βασιλιά της μυθικής Ατλαντίδας, και μητέρα της Κλειτούς. 3. Σύζυγος του Λαομέδοντα του Ίλου και μητέρα του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας. 4. Μία από τις τρεις κόρες του… …   Dictionary of Greek

  • Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… …   Dictionary of Greek

  • Πεφρηδώ — Μια από τις Γραίες, πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, αδελφές των Γοργόνων. Η Π. και οι αδελφές της Ενυώ και Δεινώ, γεννήθηκαν γριές, γι’ αυτό τις λέγανε και Γραίες. Είχαν μορφή κύκνου, ένα κοινό μάτι και ένα κοινό δόντι, που τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»