Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αγύριστο

  • 1 αγύριστος

    η, ο
    1) невозвращаемый, безвозвратный;

    δανεικά και αγύριστα ирон. — взаймы без отдачи;

    2) ещё не посещённый (говорящим);

    έχω αγύριστη την μισή Ελλάδα — я ещё не посетил и половины Греции;

    3) не могущий быть исхоженным; очень большой (о территории, городе);
    4) нелицованный; 5) упрямый;

    αγύριστο κεφάλι — упрямец, упрямая голова;

    § πηγαίνω στον αγύριστο — уйти навсегда;

    άς πάει στον αγύριστο! — чтоб ему провалиться!, пошёл он к дьяволу!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αγύριστος

  • 2 κεφάλι

    τό
    1) голова (человека, животного); 2) голова, штука (скота); 3) шляпка (гвоздя и т. п.); 4) голова (сахару); головка (чесноку, сыра и т. п.);

    § γερό κεφάλι — умная голова;

    αγύριστο ( — или μουλαρήσιο) κεφάλι — упрямец;

    ξερό κεφάλι — тупица;

    κακόтоб κεφάλιου του — пусть пеняет на себя;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову;

    δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη μελέτη — уйти с головой в учёбу;

    βάζω ( — или κόβω) το κεφάλι μου πώς... — ручаюсь головой, голову даю на, отсечение, что...;

    σπάζω το κεφάλι μου — ломать себе голову;

    βγάζω απ' το κεφάλι μου — а) выбрасывать что-л, из головы; — б) выдумать, взять что-л, из своей головы;

    δεν έχει κεφάλι — он совсем безмозглый (человек);

    κάνωтоб κεφάλιου μου — делать, что взбредёт в голову;

    παίζω το κεφάλι μου — рисковать головой;

    χτυπώто κεφάλι μου στον τοίχο — биться головой о стен(к)у;

    είμαι ένα κεφάλι πιό ψηλά από κάποιον — быть на голову выше кого-л.;

    πληρώνω με το κεφάλι μου — поплатиться головой (за что-л.);

    κατεβάζει ( — или κόβει) το κεφάλι του — у него котелок варит;

    δεν κατεβάζω το κεφάλι — не склонять головы;

    βάζωто κεφάλι μου στον ντορβά ( — или στο σακκί) — положить голову на плаху;

    βάζω στο κεφάλι μου — вбить, забрать себе в голову

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κεφάλι

См. также в других словарях:

  • αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αγύριστος — η, ο 1. εκείνος από τον οποίο δεν πέρασε ή δεν μπορεί κανείς να περάσει: Από την Ελλάδα έχω αγύριστη την Κρήτη. 2. αυτός που δε θα επιστραφεί: Δανεικά κι αγύριστα. 3. εκείνος που δεν αλλάζει γνώμη, ο ισχυρογνώμονας: Αυτός είναι κεφάλι αγύριστο. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλγαρικός — ή, ό και βουλγάρικος και βουργάρικος, η, ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους Βουλγάρους ή στη Βουλγαρία είτε που προέρχεται από τη Βουλγαρία 2. το θηλ. ως ουσ. η Βουλγαρική η γλώσσα των Βουλγάρων 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Βουλγαρικά η… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ταξίδι — και ταξείδι, το / ταξίδιον και ταξείδιον ΝΜ μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, με τη χρησιμοποίηση μέσου μεταφοράς νεοελλ. 1. φρ. α) «αγύριστο ταξίδι» μτφ. ο θάνατος β) «καλό ταξίδι» ευχή σε άτομο που πρόκειται να ταξιδέψει γ)… …   Dictionary of Greek

  • έμπα — το (από την προστακτ. αορ. του ρ. μπαίνω) 1. το μπάσιμο, η είσοδος: Γυρίζω από τ αγύριστο ταξίδι, από τους τόπους π όλο το έμπα ξέρουνε και που ποτέ το έβγα (Κ. Παλαμάς). 2. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς, η πύλη, η είσοδος: Βάζει τρανό λιθάρι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεισματάρης, -α, -ικο — αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμονας, κεφάλι αγύριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταξίδι — το ιού 1. μετάβαση σε μακρινό τόπο με μεταφορικό μέσο, αποδημία. 2. μτφ., «αγύριστο ταξίδι», ο θάνατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»