-
1 αγιάτρευτος
[агьятревтос] εκ. невылеченный, неизлечимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγιάτρευτος
-
2 неизлечимый
-
3 непоправимый
-
4 неизлечимый
ανίατοςαθεράπευτοςαγιάτρευτοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неизлечимый
-
5 неисцелимый
неисцелимыйприл ἀθεράπευτος, ἀνίατος, ἀγιάτρευτος. -
6 непоправимый
непоправи́м||ыйприл ἀνεπανόρθωτος, ἀθεράπευτος, ἀγιάτρευτος:\непоправимыйое несчастье τό ἀγιάτρευτο κακό· \непоправимыйая ошибка τό ἀνεπανόρθωτο σφάλμα. -
7 неисцелимый
[νιιστσυλίμυϊ] εκ. αθεράπευτος αγιάτρευτος -
8 неисцелимый
[νιιστσυλίμυϊ] επ αθεράπευτος αγιάτρευτος -
9 неизлечимый
επ., βρ: -чим, -а, -оανίατος, αθεράπευτος, αγιάτρευτος•-ая болезнь ανίατη άρρωστε ια•
неизлечимый больной αν ίατος ασθενής.
-
10 неисправимый
επ., βρ: -вим, -а, -оαδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος αγιάτρευτος, αθεράπευτος. -
11 неисцелимый
επ., βρ: -лим, -а, -оανίατος, αθεράπευτος, αγιάτρευτος. -
12 непоправимый
επ., βρ: -вим, -а, -оανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος, αγιάτρευτος•-ая ошибка αδιόρθωτο λάθος•
-ое несчастье ανεπανόρθωτο κακό (δυστύχημα).
См. также в других словарях:
αγιάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δε γιατρεύτηκε ακόμη: Δεν έπρεπε να φύγει από το νοσοκομείο αγιάτρευτος. 2. αυτός που δε γιατρεύεται ποτέ, ανίατος: Το κυνήγι ήταν τ αγιάτρευτο μεράκι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιάτρευτος — η, ο [γιατρεύω] 1. αυτός που δεν γιατρεύτηκε ακόμα ή που δεν είναι δυνατόν να γιατρευτεί, ο αθεράπευτος 2. ανυπόφορος, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
άγιατος — η, ο [γιαίνω] ο αγιάτρευτος* … Dictionary of Greek
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek
αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος … Dictionary of Greek
ανήνυτος — ἀνήνυτος, ον (Α) 1. «ανήνυστος», ακατόρθωτος 2. ο χωρίς τέλος, ατέλειωτος 3. αγιάτρευτος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
ανίατος — η, ο (Α ἀνίατος, ον) [ιατός] αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων») αρχ. 1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται… … Dictionary of Greek
αναλθής — ἀναλθής, ές (Α) αυτός που δεν θεραπεύεται, ανίατος, αγιάτρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἄλθος «θεραπεία»] … Dictionary of Greek
ανιάτρευτος — ἀνιάτρευτος, ον (Μ) αγιάτρευτος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
ανήκεστος — η, ο (στερητ. αν + ακεστός = που μπορεί να γιατρευτεί), αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος: Αποφυλακίστηκε κάποιος προσωρινά, για να μην πάθει, μένοντας στη φυλακή, ανήκεστη βλάβη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανίατος — η, ο αγιάτρευτος: Είχε καταλάβει ότι η αρρώστια του ήταν ανίατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)