Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αγιάτρευτος

См. также в других словарях:

  • αγιάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δε γιατρεύτηκε ακόμη: Δεν έπρεπε να φύγει από το νοσοκομείο αγιάτρευτος. 2. αυτός που δε γιατρεύεται ποτέ, ανίατος: Το κυνήγι ήταν τ αγιάτρευτο μεράκι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιάτρευτος — η, ο [γιατρεύω] 1. αυτός που δεν γιατρεύτηκε ακόμα ή που δεν είναι δυνατόν να γιατρευτεί, ο αθεράπευτος 2. ανυπόφορος, αβάσταχτος …   Dictionary of Greek

  • άγιατος — η, ο [γιαίνω] ο αγιάτρευτος* …   Dictionary of Greek

  • αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… …   Dictionary of Greek

  • αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος …   Dictionary of Greek

  • ανήνυτος — ἀνήνυτος, ον (Α) 1. «ανήνυστος», ακατόρθωτος 2. ο χωρίς τέλος, ατέλειωτος 3. αγιάτρευτος, αθεράπευτος …   Dictionary of Greek

  • ανίατος — η, ο (Α ἀνίατος, ον) [ιατός] αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων») αρχ. 1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται… …   Dictionary of Greek

  • αναλθής — ἀναλθής, ές (Α) αυτός που δεν θεραπεύεται, ανίατος, αγιάτρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἄλθος «θεραπεία»] …   Dictionary of Greek

  • ανιάτρευτος — ἀνιάτρευτος, ον (Μ) αγιάτρευτος, αθεράπευτος …   Dictionary of Greek

  • ανήκεστος — η, ο (στερητ. αν + ακεστός = που μπορεί να γιατρευτεί), αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος: Αποφυλακίστηκε κάποιος προσωρινά, για να μην πάθει, μένοντας στη φυλακή, ανήκεστη βλάβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανίατος — η, ο αγιάτρευτος: Είχε καταλάβει ότι η αρρώστια του ήταν ανίατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»