-
61 выглядывать
выглядывать, выглянуть 1) παρατηρώ, κοιτάζω ( έξω) 2) (показаться) βγαίνω, προβάλλω \выглядыватьиз окна προβάλλω απ' το παράθυρο солнце выглянуло из-за туч о ήλιος βγήκε από τα σύννεφα* * *= выглянуть1) παρατηρώ, κοιτάζω (έξω)2) ( показаться) βγαίνω, προβάλλωвыгля́дывать из окна́ — προβάλλω απ’το παράθυρο
со́лнце вы́глянуло из-за туч — ο ήλιος βγήκε από τα σύννεφα
-
62 жечь
-
63 зайти
зайти 1) (к кому-л., куда -либо) περνώ, πηγαίνω περνώ από κάπου зайдём на почту πάμε να περάσουμε από το τα χυδρομείο я зайду за вами θα ρθω να σας πάρω 2) (о све тилах ) βασιλεύω солнце за шло ο ήλιος βασίλεψε* * *1) (к кому-л., куда-л.) περνώ, πηγαίνω; περνώ από κάπουзайдём на по́чту — πάμε να περάσουμε από το ταχυδρομείο
я зайду́ за ва́ми — θά ρθω να σας πάρω
2) ( о светилах) βασιλεύωсо́лнце зашло́ — ο ήλιος βασίλεψε
-
64 подсолнечник
-
65 солнце
-
66 жарить
жар||итьнесов ψήνω, καβουρδίζω / τηγανίζω (на сковороде)· ◊ солнце \жаритьит ὁ ήλιος καίει, ὁ ήλιος Ψήνει. -
67 солнце
солнц||ес ὁ ήλιος:восход \солнцеа ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· заход \солнцеа ἡ δύση τοῦ ἡλίου, τό ἡλιοβασίλεμα· греться на \солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο· определять время по \солнцеу καθορίζω τήν ὠρα κυττάζοντας τόν ήλιο· без \солнцеа ἀνήλιος· ◊ горное \солнце ὁ τεχνητός ήλιος. -
68 καίω
(αόρ. έκαυσα и έκαψα, παθ. αόρ. (ε)κάηκα и εκάην) 1. μετ.1) жечь, сжигать;καίω ξύλα — жечь дрова;
καίω τό σπίτι — сжечь дом;
ο ήλιος έκαψε τα φύλλα солнце сожгло листву;καίπολύ φως — жечь много света;
2) топить (печь);3) обжигать, жечь, вызывать ощущение жжения;τό πιπέρι καίει τη γλώσσα — перец жжёт язык;
4) причинять боль, страдание; губить;τον έκαψες ты его погубил; 2. αμετ. 1) гореть, пылать;η
φωτιά καίει — огонь горит;η σόμπα (τό καντήλι) καίει — печка (свечи) горит;
τό κεφάλι καίει — голова горит;
τα χέρια καίνε руки горит;2) палить, печь, обжигать;ο ήλιος καίει — солнце печёт;
1) — гореть, пылать;καίομαι
2) сгорать полностью;3) прогорать (о дровах); 4) прям. перен. обжигаться; § κάηκα! я пропал! -
69 ψήνω
(αόρ. έψησα, παθ. αόρ. (ε)ψήθηκα) 1. μετ.1) обжигать (кирпич и т. п.); 2) жарить, поджаривать; печьг выпекать;ψήνω στο φούρνο — печь, выпекать;
3) готовить, варить;§ ψήνω την υπόθεση — подготавливать дело;
τον εψησε ο ήλιος он загорел;τά ψήσανε они полюбили друг друга; 2. αμετ. перен. печь, сильно греть (о солнце);ο ήλιος ψήνει — солнце жарит;
§ φίδια ψήνετ έξω — на улице лютый мороз;
1) — обжигаться;ψήνομαι
2) печься, поджариваться;3) перен. печься, жариться; загорать;ψήνομαι στον ήλιο — жариться на солнце;
4) созревать, поспевать (о плодах);5) становиться опытным; 6) вариться; § είναι ψημένος στη δουλειά он собаку съел на этом деле;ψήνομαι απ' τον πυρετό — быть в лихорадке, в жару
-
70 Ήλι'
-
71 Ἥλι'
-
72 Ήλιον
-
73 Ἥλιον
-
74 Ηελίοιο
-
75 Ηελίου
-
76 Ηελίω
-
77 Ηέλι'
-
78 Ἠέλι'
-
79 Ηέλιος
-
80 τωελίω
ἀελίω, ἀέλιοςmasc nom /voc /acc dualἀελίω, ἀέλιοςmasc gen sg (doric aeolic)ἀ̱ελίω, ἥλιοςsun: masc nom /voc /acc dual (doric)ἀ̱ελίω, ἥλιοςsun: masc gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
Ἥλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιος — sun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
ήλιος του μεσονυκτίου — Όρος με τον οποίο εκφράζεται, με κάπως ποιητικό τρόπο, η 24ωρη παρουσία φωτός στις δύο πολικές περιοχές της Γης επί έξι ολόκληρους μήνες κάθε χρόνο. Ο ήλιος του μεσονυκτίου, όπως φαίνεται από το Μπόντε της Νορβηγίας … Dictionary of Greek
Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἤλιος — Ἦλις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. — χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. См. Солнце не заходит в моем государстве … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἠέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡλίω — Ἥλιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἥλιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίω — ἥλιος sun masc nom/voc/acc dual ἥλιος sun masc gen sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)