-
1 ἐξοδάω
-
2 ἐξοδεία
A expedition, Plb.4.54.3, Str.5.4.11.II ἐ. τῶν ναῶν procession from the shrines, OGI90.42 (pl., Rosetta, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοδεία
-
3 ἐξοδεύω
A march out, Plb.5.94.7, LXX 1 Es.4.23, D.S.19.63, Nic. Dam.92 J., etc.; simply, depart,εἰς Τεβτῦνιν PTeb.55.3
(ii B. C.); εἰσοδεύειν καὶ ἐ. ingress and egress, CPR187.13 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοδεύω
-
4 ἐξοδία
-
5 ἐξοδιάζω
A scatter,[ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118
J.2 pay in full, defray, discharge,τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167
([place name] Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 ([place name] Andania);τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8
, cf. IG12(3).168.7 ([place name] Astypalaea):—[voice] Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in [voice] Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοδιάζω
-
6 ἐξοδιάριος
ἐξοδ-ιάριος, ὁ, at Rome,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοδιάριος
-
7 ἐξοδιασμός
ἐξοδ-ιασμός, ὁ,A = ἐξοδία, f.l. for ἐξιδιασμός, Plb.22.6.1.II payment, Sammelb.4425 vi1 (ii A. D.), Artem.1.57, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοδιασμός
-
8 ἐξοδιαστής
A spendthrift, Anon.in Rh.119.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοδιαστής
-
9 ἐξοδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοδικός
-
10 ἐξόδιος
ἐξόδ-ιος, ον,II as Subst., ἐξόδιον (sc. μέλος), τό, finale of a tragedy, Philist.42, Plu.Alex.75: metaph., catastrophe, tragical conclusion, Id.Crass.33; alsoἦν ὁ χειμὼν ἐπ' ἐξοδίοις ἤδη Jul.Or.1.26b
.2 Lat. exodium, after-piece, Liv.7.2 (pl.), Juv.3.175, Suet. Tib.45 (pl.).3 among the Jews, a feast to commemorate the Exodus, LXXLe.23.36, De.16.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξόδιος
-
11 έξοδος
η1) выход, выезд (действие и место);έξοδ του θεάτρου (κήπου) — выход из театра (сада);
έξοδος κινδύνου — запасный выход;
έξοδος εκ τού οίκου — выход из дома;
έξοδος εις την ξηράν — выход на берег;
2) воен, вылазка;3) уход, увольнение (из казармы, на берег, с работы и т. п.);έχω έξοδο — получать увольнение;
από τού στρατού — увольнение из армии, демобилизация;εθελουσία έξοδος υπαλλήλων — увольнение служащих по собственному желанию;
από το νοσοκομείο — выписка из больницы -
12 затрата
1. (усилий и т.п.) η κατανάλωση 2. -ы мн. (расходы) τα έξοδ/α, οι δαπάνεςвид затрат είδος - ων, предел затрат όρια των - ωνмалые - μικρά -, ελάχιστα -- на установку (оборудования) - τοποθέ-τησης/εγκατάστασης/συναρμολόγησης των μηχανημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затрата
-
13 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
14 ἐξοίγνυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοίγνυμι
См. также в других словарях:
Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… … Dictionary of Greek
exodic — (ˈ)ek|sädik, (ˈ)eg|zä adjective Etymology: Greek exodos departure, going out + English ic : efferent * * * exodic / odˈ/ adjective • • • Main Entry: ↑exodus * * * exodic, a. ( … Useful english dictionary