Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

έξοδ

См. также в других словарях:

  • Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • exodic — (ˈ)ek|sädik, (ˈ)eg|zä adjective Etymology: Greek exodos departure, going out + English ic : efferent * * * exodic / odˈ/ adjective • • • Main Entry: ↑exodus * * * exodic, a. ( …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»