-
1 ενδυμα
-
2 ένδυμα
ένδυμα τοоблачение монаха или клирика (обычно черного цвета), означающее посвящение его Христу -
3 ένδυμα
τό1) платье (тж. собир.); одежда, костюм;ένδυμα одеяние (уст. шутл.);
ένδυμα χορού — вечернее платье;
επίσημον ένδυμα — парадный, выходной костюм;
ένδυμα περιπάτου — выходное платье;
κατάστημα ετοίμων ένδυμάτων — магазин готового платья;
ένδυμα γάμου — свадебный наряд;
2) тех:ένδυμ ατμοσωλήνος — тепловая изоляция паропровода
-
4 ἔνδυμα
{сущ., 8}одежда, одеяние, покров.Ссылки: Мф. 3:4; 6:25, 28; 7:15; 22:11, 12; 28:3; Лк. 12:23.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔνδυμα
-
5 ένδυμα
{сущ., 8}одежда, одеяние, покров.Ссылки: Мф. 3:4; 6:25, 28; 7:15; 22:11, 12; 28:3; Лк. 12:23.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ένδυμα
-
6 ἔνδυμα
одежда, одеяние, покров.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔνδυμα
-
7 ἔνδυμα
одеждыодежду одеждаΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔνδυμα
-
8 ένδυμα
[эндима] ουσ. о. одежда.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένδυμα
-
9 ένδυμα
[эндима] ουσ ο одежда. -
10 ενδυω
(fut. ἐνδύσω, aor. 1 ἐνέδυσα; для неперех. aor. 2 ἐνέδυν, pf. ἐνδέδυχα)1) одевать(ἄγαλμα τοῦ Διός Her.)
med. — одеваться (в), надевать на себя (χιτῶνα Hom.; πέπλον Soph.; ὅπλα Her.; στολήν Eur.; κροκωτόν Arph.; λεοντῆν Plat.; θώρακα Arst.):ἐνδεδυμένος ἔνδυμα γάμου NT. — одетый в брачную одежду2) тж. med. проникать, входить(εἴς τι и εἴς τινα Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., Plut., τι и τινά Plat. и τινί Xen., Plat., Plut.)
ἐνδύεσθαι τῇ ψυχῇ Plut. — заглянуть себе в душу, т.е. прислушаться к голосу своей совести3) тж. med. брать на себя, предприниматьἐνδύεσθαι τοῖς πράγμασι Plut. — захватить власть в свои руки;
ἐνδυόμενος τόλμημα τηλικοῦτον Arph. — отважившийся на подобное действие;ἐνέδυ εἰς ταύτην τέν ἐπιμέλειαν Xen. — он ревностно занялся этим вопросом -
11 υπενδυμα
-
12 επίσημος
η, ο [ος, ον ]1) официальный;επίσημο πρόσωπο — официальное лицо;
επίσημη δήλωση — официальное заявление;
επίσημο υφός — официальный тон;
2) торжественный, праздничный, парадный;επίσημη στιγμή (δεξίωση) — торжественный момент (приём);
επίσημον ένδυμα — парадная форма;
3) важный, авторитетный;επίσημος ξένος — почётный, гость;
4) замечательный, выдающийся, знаменитый;επίσημον γεγονός — выдающееся событие
-
13 εσωτερικός
η, ό[ν]1) внутренний;εσωτερικό ένδυμα — нижнее бельё;
εσωτερική κατάσταση — внутреннее положение;
εσωτερικες αιτίες — внутренние причины;
εσωτερική αγορά — внутренний рынок;
εσωτερικο εμπόριο — внутренняя торговля;
εσωτερικες υποθέσεις — внутренние дела;
εσωτερική δύναμη — внутренняя сила;
υπουργείον εσωτερικων — министерство внутренних дел;
φάρμακο εσωτερικό — или χρήση εσωτερική — внутреннее (о средстве, лекарстве);
γιά εσωτερική χρήση — а) для внутреннего пользования; — б) для внутреннего употребления (о лекарстве);
εσωτερικές παθήσεις — внутренние болезни;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ εσωτερικός μαθητής — ученик интерната;
εσωτερικός ιατρός — интерн
-
14 ευρύχωρος
η, ο [ος, ον ]1) широкий, просторный ευρύχωρον ένδυμα широкое платье; 2) обширный, вместительный -
15 προστατευτικός
η, ό[ν]1) защитный, охранительный, оградительный;προστατευτικόν ένδυμα — защитная одежда προστατευτικόν κώλυμα воен. — защитные заграждения;
2) протекционистский;τό προστατευτικό σύστημα — протекционизм;
3) покровительственный;προστατευτικό υφός — покровительственный тон;
§ προστατευτικά τέλη — или προστατευτικοί δασμοί — оградительные пошлины
-
16 1742
{сущ., 8}одежда, одеяние, покров.Ссылки: Мф. 3:4; 6:25, 28; 7:15; 22:11, 12; 28:3; Лк. 12:23.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1742
См. также в других словарях:
ἔνδυμα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδυμα — το (AM ἔνδυμα) 1. φόρεμα για την κάλυψη τού σώματος «ἔνδυμα γάμου» 2. περίβλημα συσκευής μσν. νεοελλ. τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών νεοελλ. άδεια εισόδου … Dictionary of Greek
ένδυμα — το, ατος 1. ό,τι χρησιμεύει για κάλυψη του σώματος, φόρεμα, ρούχο. 2. όλη η ενδυμασία: Επίσημο ένδυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καφτάνι — Ένδυμα των ανατολικών λαών, μακρύ και φαρδύ, πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα. Οι σουλτάνοι της Τουρκίας χάριζαν κ. στους βεζίρηδες ή στους μεγιστάνες σε έκτακτες ευκαιρίες ή για τιμητική διάκριση, όπως σήμερα απονέμονται τα παράσημα.… … Dictionary of Greek
τοὔνδυμα — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδυμ' — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλίκιο — Ένδυμα από χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από τρίχες καμήλας ή κατσίκας. Το φορούσαν κατάσαρκα οι Εβραίοι προφήτες και ιεροκήρυκες ως ένδειξη μετάνοιας. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το ύφασμα για στρατιωτικές ανάγκες και έφτιαχναν… … Dictionary of Greek
ἐνδυμάτων — ἔνδυμα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύμασι — ἔνδυμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύμασιν — ἔνδυμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύματα — ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)