-
101 проходить
ρ.σ.1. βαδίζω (για ένα χρον. διάστημα)•всё утро я -ил по лесу όλο το πρωί βάδισα στο δάσος.
2. δουλεύω, εργάζομαι• λειτουργώ•часы -ли один день το ρολόιδούλεψε μια μέρα.
3. (για ενδυμασία, υποδήματα) περνώ (για ένα χρον. διάστημα).4. (απλ.) υπηρετώ.ρ.δ.βλ. пройтись. -
102 прошептать
ρ.σ. ψιθυρίζω. || ψιθυρίζω (για ένα χρον. διάστημα).ψιθυρίζω (για ένα χρον. διάστημα). -
103 пункт
-а α.1. σημείο•стратегический στρατηγικό σημείο•
наблюдательный пункт το παρατηρητήριο•
сборный пункт σημείο συγκέντρωσης•
поворотный пункт καμπή, στροφή.
2. σταθμός•командный пункт σταθμός διοίκησης•
медицинский пункт σταθμός πρώτων βοηθειών.
|| τόπος, μέρος• χώρος•населенный пункт κατοικημένο μέρος.
3. σημείο, μέρος (κειμένου, λόγου κ.τ.τ.).σημείο ανάπτυξης•кульминационный пункт το ύψιστο σημείο, το κορύφωμα, ο κολοφώνας.
4. (τυπγρ.) η στιγμή.εκφρ.по -ам ή пункт за -ом – κατ άρθρο ένα-ένα, με τη σειρά. -
104 раскупать
-
105 род
-а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.1. γένος• φυλή•член -а μέλος του γένους•
патриархальный род πατριαρχικό γένος•
старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.
2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.
|| γενεά, γενιά•из -а в род από γενεά σε γενεά.
|| ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.
4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,
6. (γραμμ.)το γένος•мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.
εκφρ.род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•в своём -е – στο είδος του•в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•такого -а – τέτοιου είδους•без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο. -
106 родить
рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.1. γεννώ, τίκτω• κάνω•онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•
она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.
|| φέρω στη ζωή•он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.
2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.
3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.
1. γεννιέμαι•каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•
я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.
2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.
3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.
εκφρ.- лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε). -
107 с...
с..., со..., съ...( πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.2. κίνηση με επιστροφή•сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•
сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).
3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.II.Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча. -
108 секунда
-ы θ.1. δευτερόλεπτο της ώρας ή μοίρας.2. (μουσ.) το διάστημα μεταξύ δυο φθόγγων. || (μουσ.) το σεγκόντο.εκφρ.в (одну) -у – στο λεπτό, σ ένα λεπτό•секунда в -у – α) κατά δευτερόλεπτο, β) στο δευτερόλεπτο (αμέσως, πάραυτα)•одну -у – (περίμενε) ένα δευτερόλεπτο. -
109 так
1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•
не говори έτσι να μη μιλάς•
именно так έτσι ακριβώς•
вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.
2. επίρ. τόσο•-я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.
|| επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.
3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.
4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.
5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.6. μόριο• α τίποτε•что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.
7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•
так согласен? δηλαδή συμφωνείς;
8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•так это он ναι αυτός είναι.
9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.
10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.11. όμως, αλλά•отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.
εκφρ.за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•(и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•(и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•не так чтобы – όχι και τόσο•тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•так его (е, их – κλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•так и так – κι έτσι•я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•так и есть – έτσι και είναι•так и знай – έτσι και να ξέρεις•так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•так-то (вот) – να πως•так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•так только – απλώς μόνο και μόνο•так точно – έτσι ακριβώς. -
110 типичность
-и θ.1. τυπικότητα, ίδια ιδιομορφία σε ένα σύνολο•типичность лица η τυπικότητα του προσώπου.
2. το σύνηθες.3. (φυλγ., Τέχνη) τυπικότητα (απεικόνιση σε μια μορφή ή ένα φαινόμενο χαρακτηριστικά πολλών προσώπων ή φαινομένων). -
111 толика
-и θ. παλ. τμήμα (μέρος) του όλου•толика денег ένα μέρος των χρημάτων.
εκφρ.малую (небольшую) -у – λίγο, ελάχιστο, έστω και ένα μικρό μέρος. -
112 тот
та, то (αντων.).1. εκείνος, -η -ο•тот ученик εκείνος ο μαθητής•
та женщина εκείνη η γυναίκα•
то яблоко εκείνο το μήλο•
ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•
с того дня από εκείνη τη μέρα•
с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•
тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•
на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.
|| (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•
собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.
|| αυτός, -ή, -ό•тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•
с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.
2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.
εκφρ.тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί. -
113 уделить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уделенный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. δίνω μερίδιο• ξεχωρίζω• βγάζω• παραχωρώ• χορηγώ•уделить собаке кусок хлеба δίνω στο σκυλί ένα κομμάτι ψωμί•
уделить из бюджета сумму на что-н. χορηγώ από τον προύπολογισμό ένα ποσό για κάτι.
|| δίνω•-йте мне полчаса αφιερώστε για μένα μισή ώρα (χρόνο)•
-ите этому внимание δόστε σ αυτό προσοχή.
-
114 ухо
-а, πλθ. уши, ушей ουδ.1. το αυτί, το ους•у меня болит ухо μου πονά το αυτί•
шум в ушах βουητό στ αυτιά•
глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•
внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•
среднее ухо το μέσο αυτί•
чесать ухо ξύνω το αυτί•
длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.
2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.
3. η βελονότρυπα.4. ακοή•медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•
у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•
музыкальное ухо μουσικό αυτί.
εκφρ.ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•по уши влюбиться (врезаться – κ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν). -
115 штука
-и θ.1. κομμάτι, τεμάχιο• ένα από τα πολλά όμοια πράγματα• πράγμα, αντικείμενο•пять штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη•
штука полотна ένα κομμάτι ύφασμα•
работать от -и δουλεύω με το κομμάτι•
сорок штук рогатого скота σαράντα κερασφόρα ζώα•
двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια.
2. τέχνασμα, κόλπο, μηχανή• τερτίπι. || πονηριά, πανουργία• διαβολιά. || φαινόμενο• υπόθεση-περιστατικό. || άνθρωπος πονηρός.3. τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο).εκφρ.не -а – δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο•вот так -! – νά σου πράγμα! -
116 абонемент
η κάρτα συνδρομής, ένα είδος κάρτας/εισιτηρίου ορισμένου χρόνου χρήσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонемент
-
117 гак
мор. το άγκιστρο, ο γάντζος, η αρπάγη, το τσιγκέλιбуксирный - ρυμούλκη-σης/έλξηςвертлюжный - περιστρεφόμενο - (περί τον άξονα του), разг. το στριφτάριгрузовой однорогий мор. - φορτίου με ένα γάντζοгрузовой - с вертлюгом мор. - του φορτίου με στριφτάριдвурогий мор. - με διπλούς γάνζουςтормозной - φρένου/πέδηςшлюпочный мор. - της λέμβουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гак
-
118 гон
(внесистемная метрическая единица плоского угла, равная 0,01 прямого угла) το γκον (g), (το ένα εκατοστό της ευθείας γωνίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гон
-
119 горелка
1. (устройство для сжигания топлива) о καυστήραςводоохлаждаемая - με ψύξη μέσω ύδατος/νερούкороткопламенная - βρα-χείας/μικρής φλόγαςкороткофакельная - см. короткопламенная -2. (устрой-ство для сварки, резки и т.п.) о αυλός (της συγκόλλησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горелка
-
120 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
См. также в других словарях:
.ένα — ἕνα , ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) ἕνα , εἷς sem masc acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνα — ἔνᾱ , νάω flow imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… … Dictionary of Greek
ἕνα — ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) εἷς sem masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔνα... ἀλλά λέοντα. — ἔνα... ἀλλά λέοντα. См. Редко, да метко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ένα — το ουδ. του αριθμού ένας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνά — ἑνάς unit fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η … Dictionary of Greek