-
1 έμμεσος
[эммэсос] εκ. непрямой, косвенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έμμεσος
-
2 косвенный
έμμεσος, πλάγιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > косвенный
-
3 косвенный
-
4 косвенный
косвенн||ыйприл в разн. знач. Εμμεσος:\косвенныйые улики οἱ ἐμμεσες ἀποδείξεις ἐνοχής· \косвенныйым путем ἐμμεσα· \косвенный налог ὁ ἐμμεσος φόρος· \косвенный намек ὁ ὑπαινιγμός· \косвенный вопрос грам. ἡ Εμμεση ἐρώτηση· \косвенный падеж грам. ἡ πλαγία πτώση [-ις]· \косвенныйая речь грам. ὁ πλάγιος λόγος· \косвенныйое дополнение грам. τό ἐμμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]. -
5 косвенный
επ.1. παλ. λοξός•косвенный взгляд η λοξή ματιά.
2. έμμεσος, πλάγιος•косвенный намёк υπαινιγμός•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
косвенный вопрос πλάγια ερώτηση•
-ым путём έμμεσα, πλάγια.
|| εξώδικος•-ые улики εξώδικες μαρτυρίες.
εκφρ.- ое дополнение – (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο•косвенный падеж – (γραμμ.) πλάγια πτώση•- ая речь – πλάγιος λόγος•- ые средства – κρυφοί (άδηλοι) πόροι•- ые пути – πλάγιοι τρόποι. -
6 акциз
эк. о έμμεσος φόρος (επί των καταναλωτικών προϊόντων), ο φόρος επί της κατανάλωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акциз
-
7 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
8 обходный
обходныйприл ϊ№№ος> παρακαμ. πτικός, λοξοδρομικός:.. путь ἔμμεσος (или πλάγιος) τρόπος· „ маневр воен ἡ ὑπερφαλάγγιση, ἡ κυκλω-ική κίνηση -
9 косвенный
[κόσβιννυί] εκ. (γραμ.) έμμεσος -
10 обходный
[απχόντνυΐ] еж. έμμεσος λοξοδρομικός -
11 indirect least squares
French\ \ estimateur indirect par les moindres carrés; moindres carrés indirectsGerman\ \ indirekte Kleinste-Quadrate-SchätzmethodeDutch\ \ indirecte kleinste kwadratenschattingItalian\ \ stima indiretta dei minimi quadratiSpanish\ \ estmación indirecta por el método de los mínimos cuadrados; mínimos cuadrados indirectosCatalan\ \ mínims quadrats indirectesPortuguese\ \ mínimos quadrado indirectos; mínimos quadrado indiretos (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ indirekt minsta-kvadratmetodGreek\ \ έμμεσος λιγότεροι - τετράγωναFinnish\ \ epäsuora pienimmän neliösumman menetelmäHungarian\ \ közvetett legkisebb négyzetekTurkish\ \ dolaylı en küçük karelerEstonian\ \ kaudne vähimruutude meetodLithuanian\ \ netiesioginis mažiausiųjų kvadratų įvertinysSlovenian\ \ -Polish\ \ pośrednia metoda najmniejszych kwadratówUkrainian\ \ -Serbian\ \ индиректни најмањи квадратиIcelandic\ \ óbeina kosti ferningaEuskara\ \ zeharkako karratu txikienakFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ کمترين توانهاي دوم غيرمستقيمArabic\ \ المربعات الصغرى غير المباشرةAfrikaans\ \ indirekte kleinste kwadrateChinese\ \ 间 接 最 小 平 方 法Korean\ \ 간접 최소 제곱 -
12 косвенный
[κόσβιννυϊ] επ (γραμ) έμμεσος -
13 обходный
[απχόντνυϊ] еж. έμμεσος λοξοδρομικός -
14 налог
-а α.φόρος (κρατικός)•прямой άμεσος φόρος•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
прогрессивный налог προοδευτικός (βαθμιαίος) φόρος•
подоходный налог φόρος εισοδήματος ή επιτηδεύματος•
взимать налог παίρνω φόρο•
обложить -ом επιβάλλω φόρο•
налог с недвижимых φόρος ακινήτων•
облегчать -и ελαφρύνω το βάρος των φόρων•
уменьшать -и ελαττώνω τους φόρους.
-
15 обходный
κ. обходной επ.1. (στρατ.) της υπερφαλάγγισης•-ая колонна φάλαγγα υπερφαλάγγισης•
-бе движение κίνηση υπερφαλάγγισης•
обходный манвр ελιγμός υπερφαλάγγισης.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) παρακαμπτήριος, λοξός, πλάγιος, έμμεσος.εκφρ.- ая стража – περίπολος•обходный лист – αποδεικτικό μη οφειλής. -
16 посредственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.1. μέτριος, μέσος, κοινός, συνηθισμένος• σχεδόν καλός•-ые знания μέτριες γνώσεις•
посредственный ответ ученика σχεδόν καλή απάντηση του μαθητή•
посредственный талант μέτριο ταλέντο.
2. έμμεσος, με μεσολάβηση.
См. также в других словарях:
ἔμμεσος — intermediate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμμεσος — η, ο (AM ἔμμεσος, ον) αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται σε κάποιον άλλο ή ενεργεί και επηρεάζει άλλον όχι άμεσα αλλά μέσω κάποιου τρίτου νεοελλ. 1. «έμμεση βολή» βολή εναντίον στόχου που δεν είναι ορατός από εκεί που βάλλει το πυροβόλο 2.… … Dictionary of Greek
έμμεσος — η, ο επίρρ. α που γίνεται με τρόπο πλάγιο και όχι απευθείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμμέσως — ἔμμεσος intermediate adverbial ἔμμεσος intermediate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμεσον — ἔμμεσος intermediate masc/fem acc sg ἔμμεσος intermediate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
ἐμμέσοις — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσου — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσους — ἔμμεσος intermediate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσων — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσῳ — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)