-
1 везти
I везти II безл. ему везёт έχει τύχη, είναι τυχερός ему не везёт είναι άτυχος II везти Ι (перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)* * *I( перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)II безл.ему́ везёт — έχει τύχη, είναι τυχερός
ему́ не везёт — είναι άτυχος
-
2 несчастный
несчастный δυστυχής, άτυχος· \несчастный случай το ατύχημα, το δυστύχημα* * *δυστυχής, άτυχοςнесча́стный слу́чай — το ατύχημα, το δυστύχημα
-
3 неудачливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάτυχος, κακότυχος, ανευόδωτος•неудачливый человек άτυχος άνθρωπος.
-
4 везти
везтинесов1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω, κουβαλώ (μέ μεταφορικό μέσο)/σέρνω, τραβῶ (о лошади)·2. безл:ему везет ἐχει τύχη· ему не везет δέν ΐέχει τύχη, εἶναι ἀτυχος, δέν εἶναι τυχερός. -
5 злосчастный
злосчастныйприл1. (злополучный) κακότυχος, ὁλεθριος, ἄτυχος·2. уст. δύστυχος, δυστυχής, κακόμοιρος. -
6 незадачливый
незадач||ливыйприл разг ἀτυχής, κακότυχος, ἄτυχος:\незадачливыйливый человек ὁ κακότυχος ἀνθρωπος· \незадачливыйливый день ἡ ἀνάποδη μέρα -
7 несчастливый
несчастли́в||ыйприл κακότυχος δυστυχής, ἄτυχος, ἀτυχής:быть \несчастливыйым εἶμαι ἀτυχής, εἶμαι κακότυχος· \несчастливыйый день ἡ ἀποφράς (ήμέρα). -
8 неудачаливый
неудач||ливыйприл ἀτυχής, ἄτυχος, κακότυχος. -
9 обездоленный
обездоленныйприч. и прил ἀμοιρος, ἄτυχος, κακόμοιρος. -
10 злополучный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноάτυχος, κακότυχος, δύστυχος, κακορίζικος. || γρουσούζικος, καίσιπόδαρος, κατ σιπόδης. -
11 луковый
επ.του κρεμμυδιού•луковый вкус γεύση κρεμμυδιού.
εκφρ.горе -ое – (για άνθρωπο)• (αστ.) άτυχος, φουκαράς• αδέξιος. -
12 невезучий
επ., βρ: -зуч, -а, -еατυχής, άτυχος, κακότυχος, κακορίζικος, άμοιρος. -
13 незадачливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάτυχος, ατυχής, κακότυχος, κακόμοιρος, δύσμοιρος, δΰστηνος•незадачливый человек κακότυχος άνθρωπος•
-ая судьба γρουσούζικη τΰχη•
незадачливый день ανάποδη μέρα.
-
14 несчастливец
-вца α., -вица, -ы θ.άτυχος, -η, κακότυχος, -η. -
15 несчастливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάτυχος, -χής, κακότυχος, άμοιρος, κακορίζικος•-ая женщина κακότυχη γυναίκα.
|| ανεπιτυχής•несчастливый день αποφράδα (γρουσούζικη) μέρα.
-
16 неудачник
-а α.-ца, -ы θ.άτυχος, -η. -
17 утопленник
-а α.-ца, θ. πνιγμένος, -η.εκφρ.везт как -у кому – δεν τον πάει καθόλου η τύχη, είναι άτυχος, κακορίζικος.
См. также в других словарях:
άτυχος — η, ο (Α ἄτυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τύχη, κακότυχος 2. ο ταπεινής καταγωγής 3. εκείνος που δεν φέρνει καλή τύχη, καταραμένος 4. κακός, πονηρός 5. δύστροπος νεοελλ. ανέντιμος μσν. 1. ελεεινός, τιποτένιος 2. ανόητος 3. εξαντλημένος, αδύνατος … Dictionary of Greek
άτυχος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει τύχη, κακότυχος: Ήταν άτυχος στο γάμο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακότυχος — η, ο (Μ κακότυχος, ον) αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος μσν. 1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.) 2. κακός, πονηρός. επίρρ... κακότυχα (Μ κακότυχα) με δυστυχία, άτυχα, άθλια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άμοιρος — η, ο (Α ἄμοιρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής 2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι αρχ. ο απαλλαγμένος από κάτι κακό «ἄμοιρος ὕβρεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοῖρα. ΠΑΡ. αμοιρέω,… … Dictionary of Greek
άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… … Dictionary of Greek
άναυς — ἄναυς, ο (Α) [ναυς] (για καράβι) άτυχος, κακότυχος … Dictionary of Greek
άνολβος — ἄνολβος κ. ἀνόλβιος, ον (Α) [όλβος] δυστυχής, άθλιος, άτυχος 2. άπορος, φτωχός … Dictionary of Greek
άποτμος — ἄποτμος, ον (Α) [πότμος] άτυχος, κοκότυχος … Dictionary of Greek
αινοτόκος — αἰνοτόκος, ον (Α) αυτός που απέκτησε παιδί για να τού φέρει δυστυχία, ο άτυχος γονιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek