-
1 неуместный
-
2 абсурдный
абсурд||ныйприл παράλογος, ἀτοπος, ἀνόητος. -
3 бестактный
бестактн||ыйприл ἀγενής, ἀπρεπής, ἀτοπος. -
4 неподобающий
неподобающийприл ἀνάρμοστος, ἄτοπος, ἀπρεπής. -
5 непозволительный
непозволительныйприл ἀπαράδεκτος, ἄτοπος, ἀνάρμοστος. -
6 несвоевременный
несвоевременн||ыйприл ἄκαιρος, (παρ)ἄκαιρος, μή Εγκαιρος, ἄτοπος. -
7 неуместный
неуместн||ыйприл ἄτοπος, ἄκαιρος, ἀνάρμοστος:\неуместныйое замечание ἡ ἄτοπη παρατήρηση. -
8 нелепый
επ., βρ: -лп, -а, -о.1. ανόητος, κουτός, μωρός•-ая мысль κουτή σκέψη.
|| άτοπος, παράλογος γελοίος•это -о αυτό είναι παράλογο.
2. ατακτοποίητος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος•-ая фигура άγαρμπη φιγούρα.
-
9 несвоевременный
επ., βρ: -менен, -менна, -оμη έγκαιρος• άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαιρος• άτοπος•-ая выплата денег η μη έγκαιρη καταβολή χρημάτων•
-ая шутка άκαιρο (άτοπο) αστείο.
-
10 неудобный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. στενόχωρος, μη βολικός, όχι άνετος• δυσπροσάρμοστος. || ακατάλληλος, αδέξιος.2. μτφ. δυσχερής, δύσκολος• δυσάρεστος•-ое положение δυσχερής κατάσταση (θέση).
3. μτφ. μη σωστός, απρεπής, άτοπος. -
11 неуместный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάτοπος, άκαιρος, εκτός τόπου ή χρόνου. -
12 неурочный
επ.1. ακαθόριστος (για χρόνο).2. ακατάλληλος, ασυνήθιστος άτοπος•в неурочный час σε ακατάλληλη ώρα.
См. также в других словарях:
ἄτοπος — out of place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτοπος — η, ο (AM ἄτοπος, ον) 1. απρεπής, ανάρμοστος 2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο β) στον πληθ. παράνομες πράξεις 3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του… … Dictionary of Greek
άτοπος — η, ο επίρρ. α 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράλογος, άπρεπος: Το φέρσιμό σου χτες στη συντροφιά που βρεθήκαμε ήταν άτοπο. 2. το ουδ. ως ουσ., άτοπο καθετί ασυνήθιστο, αλλόκοτο· «εις άτοπον απαγωγή», απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης με την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτοπώτερον — ἄτοπος out of place masc acc comp sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc comp sg ἄτοπος out of place adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπωτάτων — ἄτοπος out of place fem gen superl pl ἄτοπος out of place masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπωτέρων — ἄτοπος out of place fem gen comp pl ἄτοπος out of place masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπώτατα — ἄτοπος out of place adverbial superl ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπώτατον — ἄτοπος out of place masc acc superl sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόπως — ἄτοπος out of place adverbial ἄτοπος out of place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτοπον — ἄτοπος out of place masc/fem acc sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπωτάτη — ἄτοπος out of place fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)