-
1 άσπρος
-
2 ἄσπρος
-
3 ἄσπρος
A asper, Ael.NA1.26.II ἄ. γράμματα invisible writing, Cat.Cod.Astr.1.108 (the signf. white is very late); ἄσπρον, τό, white of an egg, [Gal.] 14.560.III name of an ingredient of incense, Aët.16.146,148. -
4 ἄσπρος
Grammatical information: adj.Meaning: `rough' (Ael.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Etymology: A loan from Lat. asper. On the later history s. DELG.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄσπρος
-
5 άσπρος
η, ο1) белый;άσπρο ψωμί (μάρμαρο) — белый хлеб (мрамор);
2) светлый, ясный, яркий;άσπρος ουρανός — ясное нёбо;
άσπρη μέρα — яркий день;
3) белокожий (о человеке); с белой шерстью (о животных);4) поблёкший, выцветший (о буквах);§ βγαίνω με άσπρο πρόσωπο — не опозориться;
δεν είδαμε άσπρη μέρα — не было у нас ни одного неомрачённого дня;
ντύνομαι στ' άσπρα — надевать белую одежду, нарядиться в белое;
παρουσιάζω το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο — называть белое чёрным и чёрное белым
-
6 άσπρος
-
7 άσπρος
[аспрос] επ. белый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άσπρος
-
8 άσπρος
[аспрос] επ белый. -
9 άσπρος
blanc -
10 άσπρος
1) białko (n) rzecz.2) biel (f) rzecz.3) wybielać czas. -
11 άσπρος
1) běloba2) běloch3) čistý -
12 άσπρος
whiteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άσπρος
-
13 ak
άσπρος, λευκός -
14 akzambak
άσπρος κρίνος -
15 beyaz
άσπρος, λευκός, λευκόχρους -
16 άσπρα
ἄσπροςasper: neut nom /voc /acc plἄσπρᾱ, ἄσπροςasper: fem nom /voc /acc dualἄσπρᾱ, ἄσπροςasper: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
17 ἄσπρα
ἄσπροςasper: neut nom /voc /acc plἄσπρᾱ, ἄσπροςasper: fem nom /voc /acc dualἄσπρᾱ, ἄσπροςasper: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
18 белый
-
19 άσπραι
-
20 ἄσπραι
См. также в других словарях:
ἄσπρος — asper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
άσπρος — η, ο 1. λευκός: Στην πόλη αυτή της Αφρικής οι άσπροι είναι λίγοι, η μεγάλη πλειονότητα είναι μαύροι. 2. το ουδ. στον πληθ., άσπρα τα λευκά ρούχα: Ήταν όλες ντυμένες στ άσπρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄσπρα — ἄσπρος asper neut nom/voc/acc pl ἄσπρᾱ , ἄσπρος asper fem nom/voc/acc dual ἄσπρᾱ , ἄσπρος asper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπραι — ἄσπρος asper fem nom/voc pl ἄσπρᾱͅ , ἄσπρος asper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρον — ἄσπρος asper masc acc sg ἄσπρος asper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρων — ἄσπρος asper fem gen pl ἄσπρος asper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπροτάτην — ἄσπρος asper fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρη — ἄσπρος asper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρην — ἄσπρος asper fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπροι — ἄσπρος asper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)