Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άραγε

  • 1 αράγε

    άραγε(ς), άραγε(ς) μόριο ли, же, разве...; интересно (знать);

    αράγε να έλαβε το γράμμα μου; — получил ли он моё письмо?;

    αράγε έτσι είναι; — разве это так?;

    αράγε τα ξέρει αυτά ο Πέτρος; — интересно, знает ли об этом Пётр?;

    ποιός να 'ναι αράγε ο κλέφτης; — интересно, кто же вор?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αράγε

  • 2 ἄραγε

    ἄραγε s. ἄρα.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄραγε

  • 3 άραγε

    therefore

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άραγε

  • 4 therefore

    άραγε

    English-Greek new dictionary > therefore

  • 5 ли

    ли άραγε, τάχα· возможно ли? είναι άραγε δυνατό; едва ли είναι αμφίβολο· не пойти ли нам...? δεν πάμε...; знает ли он об этом? άραγε το ξέρει; так ли это? να είναι τάχα έτσι;
    * * *
    άραγε, τάχα

    возмо́жно ли? — είναι άραγε δυνατό

    едва́ли — είναι αμφίβολο

    не пойти́ ли нам...? — δεν πάμε...

    зна́ет ли он об э́том? — άραγε το ξέρει

    так ли э́то? — να είναι τάχα έτσι

    Русско-греческий словарь > ли

  • 6 разве

    μόριο κ. σύνδ.
    1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•

    разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•

    разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•

    разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;

    2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;
    3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•

    я ничего не.знаю

    - только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο).

    Большой русско-греческий словарь > разве

  • 7 ли

    ли
    1. частица вопр. перев. вопр. оборотом ἄραγε, μήπως:
    придешь ли ты? θά ἔρθεις ἄραγε;· возможно ли это? εἶναι (άραγε) δυνατό ποτέ;·
    2. частица косвенно-вопр.:
    не знаю, смогу ли я δέν ξέρω ἄν θά μπορέσω· сомневаюсь, правда ли это ἀμφιβάλλω ἄν αὐτό εἶναι ἀλήθεια·
    3. союз разд.:
    ли... ли... ἰσως... ἰσως..., είτε... είτε...:
    рано ли, поздно ли, ио приду́ ἰσως νωρίς ἰσως ἀργά, πάντως θά ἐρθω.

    Русско-новогреческий словарь > ли

  • 8 разве

    разве
    1. нареч (при вопросе) τάχα, μήπως, μά, μπας:
    разве? ἀλήθεια;· \разве он приехал? μά ήρθε τάχα;· \разве можно? εἶναι ποτέ δυνατόν;· \разве я ошибся? μήπως ἔκανα λάθος;· \разве можно так кричать? μά ἐπιτρέπεται νά φωνάζετε ἔτσι;·
    2. нареч (в знач. «не следует ли», «может быть») разг ἄραγε:
    \разве съездить завтра? νά πάω ἄραγε αὐριο;· \разве пойти́ спать? νά πάω νά κοιμηθώ;·
    3. союз (в знач. «если нет») разг ἐκτός ἄν:
    я непременно приду́, \разве что заболею θά ἔρθω ὁπωσδήποτε ἐκτος ἄν ἀρρωστήσω.

    Русско-новогреческий словарь > разве

  • 9 будто

    σύνδ.
    1. σαν, σα να, σάμπως, ωσάν•

    лежит будто мертвый κείτεται σα νεκρός•

    посмотри будто идет кто-то κοίταξε, σάμπως να έρχεται κάποιος.

    2. νομίζω, μου φαίνεται• πως•

    мне будто этого не говорил μου φαίνεται πως δεν μου έλεγες τέτοιο πράγμα.

    3. άραγε(ς), τάχα, σάμπως•

    уж будто ты так силен|? άραγε είσαι τόσο δυνατός;

    πως, ότι•

    говорят будто он разорился λένε πως αυτός φτώχεψε.

    Большой русско-греческий словарь > будто

  • 10 неужели

    ερωτημ. μόριο άραγε• αλήθεια• είναι δυνατό•

    неужели вы не знаете моего брата? αλήθεια, δεν γνωρίζετε τον αδερφό μου;•

    неужели это правда άραγε αυτό είναι αλήθεια;•

    неужели он это сделал? είναι δυνατόν αυτός να το έκανε;

    Большой русско-греческий словарь > неужели

  • 11 будто

    будто
    1. союз (словно) σάν, ὠς, σάν νά, ὡς νά;
    2. союз (что) ὅτι, πώς:
    говорят, \будто он уехал λενε, πώς Εφυγε;
    3. частица (разве) разг τάχα, ἀραγε:
    уж \будто ты не понимаешь? τάχα δέν καταλαβαίνεις;

    Русско-новогреческий словарь > будто

  • 12 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

  • 13 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 14 или

    σύνδ. διαζευκτικός
    1. ή, είτε•

    или... или... ή... ή..., είτε... είτε...

    2. μήπως, άραγε•

    или вы это не знаете? μήπως αυτό δεν το ξέρετε;

    3. εν εναντία περιπτώσει, άλλως, διαφορετικά•

    уходи или хуже будет φεύγα, διαφορετικά θάναι χειρότερα.

    || επεξηγηματικός• δηλαδή•

    земноводные или амфибии (συνώνυμα)•

    Константинополь или Царьград Κωνσταντινούπολη, δηλαδή Βασιλούπολη.

    Большой русско-греческий словарь > или

  • 15 ли

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ли

  • 16 ль

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ль

  • 17 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 18 можно

    (απρόσ. με σημ. κατηγ.).
    είναι δυνατό, μπορεί, δύναται, είναι μπορετό•

    это можно делать в два дня αυτό μπορεί να γίνει σε δυο μέρες•

    если можно αν είναι δυνατόν•

    как -скорее όσο το δυνατόν γρηγορότερα•

    как можно раньше όσο το δυνατόν νωρίτερα•

    как можно больше, меньше όσο το δυνατόν περισσότερο, λιγότερο•

    как (это) -; разве можно πως είναι δυνατό να γίνει (αυτό)• άραγε μπορεί να γίνει (αυτό;), ζ επιτρέπεται•

    здесь можно курить? εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα; можно (зайти)? μπορώ να μπω; επιτρέπεται η είσοδος;

    Большой русско-греческий словарь > можно

  • 19 мудрено

    1. επίρ. δύσκολα, δυσχερώς.
    2. ως κατηγ. είναι δύσκολο.
    εκφρ.
    мудрено ли – άραγε είναι περίεργο, παράξενο•
    не мудрено; не мудрено, что... – δεν είναι δυσνόητο ότι..., είναι ευκολονόητο.

    Большой русско-греческий словарь > мудрено

  • 20 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

См. также в других словарях:

  • άραγε — επίρρ. διστ., τάχα, μήπως: Τα πήρε άραγε τα χρήματα που του στειλα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άραγε — κ. άραγες άρα* …   Dictionary of Greek

  • άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • γιάντα — (ερωτημ. μόριο που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις) γιατί, άραγε γιατί; [ΕΤΥΜΟΛ. < για + είντα* «τι»] …   Dictionary of Greek

  • γρύζω — (AM γρύζω) 1. (για χοίρους) γρυλλίζω 2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω αρχ. Ι. 1. λέω «γρυ» 2. υγροποιώ, λειώνω II. (ρημ. επίθ.) γρυκτός, ή, όν φρ. «ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῑν;» άραγε θα τολμήσετε να βγάλετε «γρυ». [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυ. Παράλληλη εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • κερατάς — ο (Μ κερατᾱς) [κέρατο] άνδρας τού οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος νεοελλ. 1. (εντομ.) είδος εντόμου 2. φρ. «τού κερατά...» έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»