-
1 άντρας
[адрас] ουσ. а мужчинаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άντρας
-
2 муж
-
3 мужчина
-
4 мужик
-а α.1. (παλ. κ. διαλκ.) μουζίκος, χωρικός, αγρότης. || (παλ. υ βρ:) αγροίκος. αμόρφωτος.2. (απλ.) άνθρωπος, άντρας•умный мужик έξυπνος άνθρωπος.
|| ενήλικος παντρεμένος.3. σύζυγος, άντρας. -
5 мужчина
-ы α. άντρας•красивый мужчина όμορφος άντρας.
|| ενήλικος. || αρσενικός, άρρην. -
6 баба
баба Iж1. (замужняя крестьянка) уст. ἡ χωριάτισσα, ἡ γυναίκα;2. презр. τό γύναιο[ν];3. (о мужчине) презр. ὁ γυναικωτός, ὁ μαλθακός ἀντρας;4. тех. ὁ κόπανος, ὁ πασσαλομπήχτης; ◊ бой; \баба ἡ ἀντρογυναϊκα, ἡ γυναικάρα; снежная \баба ὁ χιονάνθρωπος.баба IIж кул. ἡ μπαμπά (γλύκισμα). -
7 муж
[μούζ] ουσ. α. άντρας, σύζυγος -
8 мужчина
[μυοστσίνα] ста. а. άντρας -
9 муж
[μούζ] ουσ α άντρας, σύζυγος -
10 мужчина
[μυοστσίνα] ста. а. άντρας -
11 большой
επ., συγκρ. β. больший, больше, более1. μεγάλος, μέγας, τρανός•большой город μεγάλη πόλη•
-ые события μεγάλα γεγονότα•
-ое дело μεγάλη υπόθεση.
2. σημαντικός, αξιόλογος•большой ученый μεγάλος επιστήμονας•
большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•
большой плут μεγάλος απατεώνας.
3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.
4. πολυάριθμος•-ое количество μεγάλη ποσότητα•
-ое знакомство πολλές γνωριμίες.
5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•
-ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.
6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•-ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.
εκφρ.большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•большой свет – η ανώτερη κοινωνία•сам большой – παλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης. -
12 взрослеть
ρ.δ.ανδρώνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι άντρας. -
13 видный
επ., βρ: виден, видна, видно, видны, κ. видны.1. ορατός, θεατός•дом виден издали το σπίτι φαινόταν από μακριά.
|| περίοπτος, περίβλεπτος•-ое место περίοπτη θέση.
2. επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος•видный ученый διακεκριμένος επιστήμονας.
3. ψηλόσωμος•видный мужчина ψηλός άντρας.
-
14 голубоглазый
επ., βρ: -лаз, -а, -оγαλανομάτης, γαλανομάτικος•голубоглазый мальчик γαλανομάτικο παιδάκι•
-ая женщина γαλανομάτα γυναίκα•
голубоглазый мужчина γαλανομάτης άντρας.
-
15 государственный
επ.κρατικός•государственный строй το κρατικό σύστημα•
государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•
государственный герб το κρατικό έμβλημα•
-ая граница κρατικά σύνορα•
государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•
государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•
-ая таина κρατικό μυστικό•
-бюджет κρατικός προύπολογισμός•
-ые учреждения κρατικά ιδρύματα•
государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•
государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•
государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.
|| δημόσιος•-ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.
εκφρ.- ое право – κρατικό δίκαιο•- ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις. -
16 девственник
-а α.παρθένος (άντρας που δεν έχει συνουσιαστεί). -
17 джентльмен
-а α.1. άνθρωπος αριστοκρατικών τρόπων συμπεριφοράς, τζέντλεμαν.2. καλοδιαπαιδαγωγημένος άντρας, ευγενής, χρηστοήθης• κομψός. -
18 женоподобный
επ., βρ: -бен, -бна, -оθηλυπρεπής, γυναικώδης•женоподобный мужчина θηλυπρεπής άντρας.
-
19 здоровяк
-а α.-чка, -и θ.άντρας κατάγερος• γυναίκα κατάγερη. -
20 козлиный
επ.γίδινος, τραγίσιος. || μτφ. τραγοειδής•-ая борода γένια σαν του τράγου•
человек с -ой бородой άντρας τραγογένης, τραγοπώγονας.
См. также в других словарях:
άντρας — ο 1. ο σύζυγος: Να σου γνωρίσω τον άντρα μου. 2. άνθρωπος σταθερός, ίσιος, παλικάρι: Σ όλες αυτές τις δυσκολίες στάθηκε άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζοναύτης — Άντρας που ανήκει σε αποβατικό άγημα. Οι π. εκπαιδεύονται κατάλληλα και χρησιμοποιούνται στα πολεμικά πλοία για τη διενέργεια αποβάσεων. Π. είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, που τους ονόμαζαν επιβάτες. Στα νεότερα χρόνια οι π. αποτελούσαν επίλεκτο… … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia
Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre … Wikipedia
άντρακλας — ο άντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ακλας*] … Dictionary of Greek