Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

άνοιγμα

  • 1 άνοιγμα

    τό
    1) открывание, раскрывание; вскрытие (конверта и т. п.);

    άνοιγμα παρένθεσης — раскрытие скобок;

    2) открывание, отпирание; раскрытие;
    3) открытие, начало;

    άνοιγμα του συνεδρίου — открытие съезда;

    τό άνοιγμα της βουλής — возобновление работы парламента;

    άνοιγμα της θερινής περιόδου — начало летнего сезона;

    άνοιγμα λογαριασμού — открытие счёта;

    4) дыра, отверстие; трещина, щель;
    расселина;

    τό άνοιγμα τού σπηλαίου — вход в пещеру;

    5) проём; пролёт (моста);
    6) расширение, более широкая часть (залива, долины и т. п.); 7) цветение, распускание; 8) прорывание, вскрытие (нарыва, раны и т. п.); 9) прокладывание (пути); 10) расширение, увеличение; 11) взлом, проламывание; 12) прояснение (погоды); 13) отплытие, выход в открытое море; 14) недостаток, нехватка, дефицит;

    § άνοιγμα της μύτης — кровотечение из носа

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άνοιγμα

  • 2 άνοιγμα

    [анигма] ома. о. открывание, отпирание.

    Эллино-русский словарь > άνοιγμα

  • 3 άνοιξη

    [-ις (-εως)] η
    1) весна;

    την άνοιξη — весной;

    2) открывание, раскрывание;
    3) см. άνοιγμα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άνοιξη

  • 4 ψαλίδα

    η
    1) большие ножницы; 2) бот. виноградный усик; 3) мед. сечение волос; 4) зоол, сколопендра; 5) в/с. ножницы;

    τό άνοιγμα ψαλίδαζ μεταξύ τιμών και ημερομισθίων — несоответствие, ножницы между ценами и заработной платой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψαλίδα

См. также в других словарях:

  • ἄνοιγμα — opening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνοιγμα — το, ατος 1. το να ανοίξουμε κάτι: Με το άνοιγμα του μπουκαλιού χύθηκε λίγο κρασί. 2. σχισμή, χαραματιά: Έβλεπε από το άνοιγμα της πόρτας. 3. μτφ., έναρξη: Με το άνοιγμα των σχολείων λογαριάζουμε ν αλλάξουμε σπίτι. 4. σπάσιμο αγγείου ή ιστού: Αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • ἀνοιγμάτων — ἄνοιγμα opening neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίγμασιν — ἄνοιγμα opening neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίγματα — ἄνοιγμα opening neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίγματος — ἄνοιγμα opening neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»