-
1 άνισος
-
2 ἄνισος
-
3 ανισος
-
4 ἄνισος
A unequal, uneven, Hp. Fract.37, Pl.Ti. 36d, etc.;τὸ ἄ.
inequality,Arist.
EN 1129b1, etc.; ἄ. πολιτεία, of an oligarchy, Aeschin.1.30: so of persons,οἱ ἄ. Arist. Pol. 1280a13
; ἄ. κατά τι ib.23; but also, not content with equality or justice, unjust, Id.EN 1129a33, 1129b10; unfair,χεῖρες AP9.263
(Antiphil.). Adv. unequally, Hp.Art.61; unfairly,ἀ. σχεῖν πρός τινας D.24.168
;ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1282b24
. -
5 άνισος
η, ο [ος, ον ]1) неровный;άνισες δυνάμεις — неравные силы;
2) неровный, негладкий;3) перен. несправедливый; неравноправный (о договоре и т. п.) -
6 άνισος
[анисос] εκ неравный, неровный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άνισος
-
7 άνισος
[анисос] εκ неравный, неровный. -
8 ἄνισος
ἄν-ισος, ungleich; unbillig; unrecht -
9 άνισος
нерамноправанГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άνισος
-
10 άνισος
inégal -
11 άνισος
nierówny przym. -
12 άνισος
1) nerovnoměrný2) nerovný3) nestejnoměrný4) nestejný -
13 άνισος
1) disparate2) unequalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άνισος
-
14 неравный
-
15 inégal
άνισος -
16 nerovnoměrný
άνισος -
17 nestejnoměrný
άνισος -
18 nestejný
άνισος -
19 disparate
άνισος -
20 unequal
άνισος
См. также в других словарях:
ἄνισος — unequal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek
άνισος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ίσος: Οι πλευρές του οικοπέδου είναι άνισες. 2. άδικα, άνισα μοιρασμένος: Η κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι άνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνισώτερον — ἄνισος unequal masc acc comp sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp sg ἄνισος unequal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη … Dictionary of Greek
ἀνίσω — ἄνισος unequal masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνισος unequal masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱νίσω , ἀνισόω equalize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σω , ἀνισόω equalize imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσως — ἄνισος unequal adverbial ἄνισος unequal masc/fem acc pl (doric) ἀ̱νίσως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνισον — ἄνισος unequal masc/fem acc sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισώτερα — ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσοιν — ἄνισος unequal masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσοις — ἄνισος unequal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)