-
1 άκεφα
επίρρ. без настроения, неохотно -
2 неохотно
-
3 неохотно
неохо́т||нонареч ἀπρόθυμα, χωρίς προθυμία, ἄκεφα, ἀνόρεχτα. -
4 прохладца
прохлад||цаж:работать с \прохладцацей разг δουλεύω ἄκεφα, δουλεύω μέ τό στανιό, ἐργάζομαι χωρίς ἐνθουσιασμό. -
5 невесело
επίρ.άχαρα, δύσθυμα, άκεφα κλπ. επ.ως κατηγ. είμαι άκεφος, δύσθυμος, ανόρεχτος κλπ. επ. -
6 неохотно
επίρ.ανόρεχτα, χωρίς διάθεση,άκεφα•делать что неохотно κάνω κάτι ανόρεχτα.
См. также в других словарях:
κακόρεχτος — και κακόρεκτος η, ο 1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος 2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος 3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν όρεχτος, καλ… … Dictionary of Greek