-
61 μαινας
I1) неистовствующая, исступленная(βάκχη Eur.; λύσσα Soph.)
2) сводящая с ума, наводящая безумие(ὄρνις, т.е. ἴυγξ Pind.)
II1) исступленная вакханка, менадаμαινάδι ἴση Hom. — подобная менаде, т.е. обезумевшая от горя (Андромаха)
2) исступленная словно менада(Κασάνδρα Eur.)
-
62 μαχλας
-
63 μηκας
-
64 Μηλιας
-
65 μονας
-
66 μυριας
I1) мириада, десять тысяч(μ. ἀνθρώπων Her.)
σίτου δυοκαίδεκα μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. — сто двадцать тысяч медимнов хлеба2) (несметное) множество(μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.)
II(φύστις Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.)
-
67 νιφας
I1) тж. pl. снег(οὔρεα νιφάσι συνηρεφέα Her.)
2) снежинка, pl. снежные хлопья(νιφάδες χιόνος Hom.)
3) перен. град или ливень(πετρῶν Aesch.)
4) буря, шквал(πολέμου Pind.)
II(πέτραι Soph.)
-
68 νομας
I1) ведущий пастушескую, т.е. кочевую жизнь, кочующий, кочевой(Σκύθαι Pind.; Ἰνδοί Aesch.)
2) блуждающий по пастбищу, пасущийся(ἵπποι, ἔλαφος Soph.)
3) перен. странствующий, т.е. вечно текущий(κρῆνκι Soph.)
II- άδος ὅ скотовод, пастух, кочевникοἱ νομάδες Her. etc. — номады, кочевники, кочевые народы
-
69 Νομας
-
70 οινας
-
71 παιδολυμας
- άδος, v. l. παιδολύμας, ᾰδος ἥ детоубийца(Θεστιάς, т.е. Ἀλθαίη, мать Мелеагра) Aesch.
-
72 πεδιας
I1) равнинная, ровная, плоская(γῆ Her.; ὁδός Pind.; ἁμαξιτός Eur.)
2) растущая на равнине(ὕλη Soph.)
3) происходящая на ровном месте(μάχη Plut.)
λόγχη π. Soph. — бой в открытом полеII -
73 πολιας
III(ἥ γυνέ πρεσβῦτις καὴ τέν κεφαλέν π. Luc.)
-
74 πτωκας
-
75 Πυθιας
I(βοά Soph.; νίκη Plat.)
II- άδος ἥ1) (sc. ἱέρεια) Aesch., Plut. = ἥ Πυθία2) (sc. ἑορτή) Pind. = τὰ Πύθια3) пифиада ( четырехлетний промежуток между двумя смежными Пифийскими играми) Plut. -
76 ρυας
-
77 στολας
-
78 τοκας
-
79 Τρωιας
-
80 Φθιας
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek