Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

άγριος

  • 1 féroce

    άγριος

    Dictionnaire Français-Grec > féroce

  • 2 wild

    άγριος

    English-Greek new dictionary > wild

  • 3 yabani

    άγριος, θηριώδης, ανήμερος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yabani

  • 4 дикий

    ди́к||ий
    прил
    1. ἄγριος, ἀνήμερος:
    \дикий голубь τό ἀγριοπερίστερο· \дикий козел ὁ αίγαγρος· \дикийая коза ἡ ἀγριόγιδα, τό ἀγριοκάτσικο· \дикий кабан τό ἀγριογούρουνο· \дикий осел ὁ ἀγριογάϊδαρος· \дикийая утка ἡ ἀγριόπαπια· \дикийие племена οἱ ἄγριες φυλές· \дикийое растение τό ἄγριο φυτό, τό ἀγριοβότανο· \дикий виноград τό ἀγριόκλη-μα· \дикийая яблоня ἡ ἀγριομηλιά·
    2. (пустынный) ἔρημος, ἄγριος:
    \дикийая местность ὁ ἀγριότοπος, ὁ ἐρημότοπος· \дикийие скалы τά κατσόβραχα·
    3. (грубый, необузданный) ἄγριος, ἀτίθασος:
    \дикийие нравы τά ἄγρια ήθη· 4, (нелепый, несуразный) ἐξωφρενικός, ἀνήκουστος, παράλογος:
    \дикийая выходка ὁ ἐξωφρενισμός.

    Русско-новогреческий словарь > дикий

  • 5 savage

    ['sævi‹] 1. adjective
    1) (uncivilized: savage tribes.) άγριος,απολίτιστος
    2) (fierce and cruel: The elephant can be quite savage; bitter and savage remarks.) άγριος,σκληρός
    2. verb
    (to attack: He was savaged by wild animals.) (επιτίθεμαι και) κατασπαράσσω
    3. noun
    1) (a person in an uncivilized state: tribes of savages.) άγριος,πρωτόγονος
    2) (a person who behaves in a cruel, uncivilized way: I hope the police catch the savages who attacked the old lady.) κτήνος
    - savageness
    - savagery

    English-Greek dictionary > savage

  • 6 дикий

    дикий άγριος \дикийое растение το αγριοβότανο \дикий зверь το θηρίο, το άγριο ζώο
    * * *

    ди́кое расте́ние — το αγριοβότανο

    ди́кий зверь — το θηρίο, το άγριο ζώο

    Русско-греческий словарь > дикий

  • 7 ожесточённый

    ожесточённый σκληρός, άγριος, λυσσώδης- \ожесточённыйая борьба η σκληρή μάχη· \ожесточённый бой η λυσσώδης μάχη
    * * *
    σκληρός, άγριος, λυσσώδης

    ожесточённая борьба́ — η σκληρή μάχη

    ожесточённый бойη λυσσώδης μάχη

    Русско-греческий словарь > ожесточённый

  • 8 свирепый

    свиреп||ый
    прил
    1. (жестокий) θηριώδης, ἄγριος, σκληρός·
    2. (об эпидемии, буре и т. п.) ἄγριος, σφοδρός, βίαιος.

    Русско-новогреческий словарь > свирепый

  • 9 rough

    1. adjective
    1) (not smooth: Her skin felt rough.) τραχύς, άγριος, αδρός
    2) (uneven: a rough path.) ανώμαλος
    3) (harsh; unpleasant: a rough voice; She's had a rough time since her husband died.) δύσκολος, ζόρικος
    4) (noisy and violent: rough behaviour.) απότομος, άξεστος
    5) (stormy: The sea was rough; rough weather.) ταραγμένος, άγριος
    6) (not complete or exact; approximate: a rough drawing; a rough idea/estimate.) πρόχειρος, χονδρικός, κατά προσέγγιση
    2. noun
    1) (a violent bully: a gang of roughs.) τραμπούκος
    2) (uneven or uncultivated ground on a golf course: I lost my ball in the rough.) ανώμαλη περιοχή γηπέδου γκολφ
    - roughness
    - roughage
    - roughen
    - rough diamond
    - rough-and-ready
    - rough-and-tumble
    - rough it
    - rough out

    English-Greek dictionary > rough

  • 10 wild

    1) ((of animals) not tamed: wolves and other wild animals.) άγριος
    2) ((of land) not cultivated.) ακαλλιέργητος
    3) (uncivilized or lawless; savage: wild tribes.) απολίτιστος
    4) (very stormy; violent: a wild night at sea; a wild rage.) άγριος, βίαιος
    5) (mad, crazy, insane etc: wild with hunger; wild with anxiety.) έξαλλος
    6) (rash: a wild hope.) παράλογος, εξωφρενικός
    7) (not accurate or reliable: a wild guess.) παράτολμος
    8) (very angry.) έξαλλος, μαινόμενος
    - wildness
    - wildfire: spread like wildfire
    - wildfowl
    - wild-goose chase
    - wildlife
    - in the wild
    - the wilds
    - the Wild West

    English-Greek dictionary > wild

  • 11 свирепый

    επ., βρ: -реп, -а, -о.
    1. άγριος, θηριώδης. || μτφ. θηριόψυχος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής, αδυσώπητος. || αυστηρότατος•

    -ая цензура αυστηρότατη λογοκρισία.

    2. σφοδρός, άγριος, δριμύς•

    свирепый ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая зима βαρύς (δριμύς) χειμώνας, βαρυχειμωνιά.

    || λυσσώδης, μανιώδης.

    Большой русско-греческий словарь > свирепый

  • 12 Wild

    adj.
    Not cultivated: P. and V. ἄγριος (also of animals).
    Of country: P. ἄγροικος (Thuc. 3, 106).
    Desolate: P. and V. ἐρῆμος; see Desolate.
    Savage: P. and V. βάρβαρος, V. νήμερος.
    Fierce P. and V. ὠμός, ἄγριος, δεινός, σχέτλιος; see Savage.
    Mad: P. and V. μανιώδης: see Mad.
    Left at arge: P. and V. φετος, νειμένος.
    Beastlike: P. and V. θηριώδης.
    Ungovernable: Ar. and P. ἀκρατής, P. and V. κόλαστος, χλινος, νειμένος.
    Of passions: P. and V. ἄκρατος.
    Make wild, v. trans.: v. ἀγριοῦν, ἐξαγριοῦν.
    Be made wild: P. and V. ἀγριοῦσθαι (Xen. also Ar.), ἐξαγριοῦσθαι Plat.), παγριοῦσθαι (Plat.).
    Alas, brother, your eye grows wild: V. οἴμαι κασίγνητʼ ὄμμα σὸν ταράσσεται (Eur., Or. 253).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wild

  • 13 глухой

    1. (лишенный слуха) κουφός 2. (незвонкий, приглушенный) υπόκωφος 3. (густо заросший, дикий) πυκνός, αδιαπέραστος 4. (сплошной, без отверстий) τυφλός, - ая дверь η ψευδόπορτα/ψευδόθυρα 5. (ο согласном) лингв. το άηχο σύμφωνο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глухой

  • 14 глухцой

    глухцо́й
    1. прил κουφός, κωφός, βα-ρύκοος·
    2. прил (о голосе, звуке) ὑπόκωφος, πνιχτός, βραχνός:
    \глухцой согласный лингв. τό ἄφωνο[ν] σύμφωνο[ν]·
    3. прил (отдаленный, тихий) ἀπόμερος, ἀπόκεν-τΡος, μακρυνός, παράμερος:
    \глухцойая провинция ἡ ἀπομακρυσμένη ἐπαρχία·
    4. прил (заросший) πυκνός, ἄγριος, ἀκαλλιέργητος· ^.

    Русско-новогреческий словарь > глухцой

  • 15 грозный

    грозн||ый
    прил
    1. (внушающий страх) τρομερός, φοβερός:
    \грозный враг ὁ φοβερός ἐχθρός· \грозныйая сила ἡ τρομερή δύναμη· \грозный час ἡ τρομερή ὠρα· \грозныйая опасность ὁ φοβερός κίνδυνος·
    2. (выражающий угрозу) ἀπειλητικός, ἄγριος:
    \грозныйое письмо́ τό ἀπειλητικό γράμμα· \грозный взгляд τό ἀπειλητικό (или τό ἀγριο) βλέμμα· ◊ Иван Грозный Ίβάν ὁ Τρομερός.

    Русско-новогреческий словарь > грозный

  • 16 дикорастущий

    дикорастущий
    прил ἄγριος.

    Русско-новогреческий словарь > дикорастущий

  • 17 дичать

    дичать
    несов γίνομαι ἄγριος (о растениях)/ ἀγριεΰω, γίνομαι ἀγρίμι (о человеке).

    Русско-новогреческий словарь > дичать

  • 18 злой

    злой
    прил
    1. κακός:
    \злой умысел ἡ κακή πρόθεση, ὁ κακός σκοπός·
    2. (сильный) ἄγριος, δυνατός· ◊ злые языки́ οἱ κακές γλώσσες.

    Русско-новогреческий словарь > злой

  • 19 лютый

    лют||ый
    прил
    1. (свирепый) θηριώδης, ἄγριος (о животных)/ ἀπάνθρωπος (о человеке)·
    2. перен ἀσπονδος:
    \лютыйая ненависть τό ἄσπονδο μίσος·
    3. (о морозе и т. п.) δυνατός.

    Русско-новогреческий словарь > лютый

  • 20 недобрый

    недобр||ый
    прил
    1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):
    \недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·
    2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:
    \недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > недобрый

См. также в других словарях:

  • ἄγριος — living in the fields masc nom sg ἄγριος living in the fields masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • άγριος — α, ο 1. για ζώα, αυτά που δεν έχει εξημερώσει ο άνθρωπος. 2. για φυτά, αυτά που δεν καλλιεργούνται, τα αυτοφυή: Αγόρασα αγριοράδικα. 3. για ανθρώπους, αυτοί που μένουν απολίτιστοι, βάρβαροι: Οι άγριοι της Αφρικής. 4. γενικά για άψυχα, αυτά που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγριος πεύκος — ο το αγριόπευκο* …   Dictionary of Greek

  • άγριος σόχος — ο ο αγριοζοχός* …   Dictionary of Greek

  • άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) …   Dictionary of Greek

  • ζαμπούκος, άγριος — Φυτό της οικογένειας των βαλεριανιδών. Είναι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία νάρδος η κονδυλόρριζοςβαλεριάνα η διοσκουρίδειος. Πρόκειται για πολυετή πόα, με βλαστό όρθιο και φύλλα με αραιό τρίχωμα. Τα άνθη της είναι ρόδινα ή άσπρα. Απαντά …   Dictionary of Greek

  • ζοχός, άγριος — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι ελμίνθια εχιδιοειδής (helminthia echioides) και ουρόσπερμα το πικριδιοειδές (urospermum picroides). Πρόκεται για μονοετή πόα, με βλαστό ύψους 10 40 εκ., όρθια και διακλαδισμένη …   Dictionary of Greek

  • ἀγριώτερον — ἄγριος living in the fields adverbial comp ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»