-
1 féroce
άγριος -
2 wild
άγριος -
3 yabani
άγριος, θηριώδης, ανήμερος -
4 дикий
ди́к||ийприл1. ἄγριος, ἀνήμερος:\дикий голубь τό ἀγριοπερίστερο· \дикий козел ὁ αίγαγρος· \дикийая коза ἡ ἀγριόγιδα, τό ἀγριοκάτσικο· \дикий кабан τό ἀγριογούρουνο· \дикий осел ὁ ἀγριογάϊδαρος· \дикийая утка ἡ ἀγριόπαπια· \дикийие племена οἱ ἄγριες φυλές· \дикийое растение τό ἄγριο φυτό, τό ἀγριοβότανο· \дикий виноград τό ἀγριόκλη-μα· \дикийая яблоня ἡ ἀγριομηλιά·2. (пустынный) ἔρημος, ἄγριος:\дикийая местность ὁ ἀγριότοπος, ὁ ἐρημότοπος· \дикийие скалы τά κατσόβραχα·3. (грубый, необузданный) ἄγριος, ἀτίθασος:\дикийие нравы τά ἄγρια ήθη· 4, (нелепый, несуразный) ἐξωφρενικός, ἀνήκουστος, παράλογος:\дикийая выходка ὁ ἐξωφρενισμός. -
5 savage
['sævi‹] 1. adjective1) (uncivilized: savage tribes.) άγριος,απολίτιστος2) (fierce and cruel: The elephant can be quite savage; bitter and savage remarks.) άγριος,σκληρός2. verb(to attack: He was savaged by wild animals.) (επιτίθεμαι και) κατασπαράσσω3. noun1) (a person in an uncivilized state: tribes of savages.) άγριος,πρωτόγονος2) (a person who behaves in a cruel, uncivilized way: I hope the police catch the savages who attacked the old lady.) κτήνος•- savagely- savageness
- savagery -
6 дикий
дикий άγριος \дикийое растение το αγριοβότανο \дикий зверь το θηρίο, το άγριο ζώο* * *ди́кое расте́ние — το αγριοβότανο
ди́кий зверь — το θηρίο, το άγριο ζώο
-
7 ожесточённый
ожесточённый σκληρός, άγριος, λυσσώδης- \ожесточённыйая борьба η σκληρή μάχη· \ожесточённый бой η λυσσώδης μάχη* * *σκληρός, άγριος, λυσσώδηςожесточённая борьба́ — η σκληρή μάχη
ожесточённый бой — η λυσσώδης μάχη
-
8 свирепый
свиреп||ыйприл1. (жестокий) θηριώδης, ἄγριος, σκληρός·2. (об эпидемии, буре и т. п.) ἄγριος, σφοδρός, βίαιος. -
9 rough
1. adjective1) (not smooth: Her skin felt rough.) τραχύς, άγριος, αδρός2) (uneven: a rough path.) ανώμαλος3) (harsh; unpleasant: a rough voice; She's had a rough time since her husband died.) δύσκολος, ζόρικος4) (noisy and violent: rough behaviour.) απότομος, άξεστος5) (stormy: The sea was rough; rough weather.) ταραγμένος, άγριος6) (not complete or exact; approximate: a rough drawing; a rough idea/estimate.) πρόχειρος, χονδρικός, κατά προσέγγιση2. noun1) (a violent bully: a gang of roughs.) τραμπούκος2) (uneven or uncultivated ground on a golf course: I lost my ball in the rough.) ανώμαλη περιοχή γηπέδου γκολφ•- roughly- roughness
- roughage
- roughen
- rough diamond
- rough-and-ready
- rough-and-tumble
- rough it
- rough out -
10 wild
1) ((of animals) not tamed: wolves and other wild animals.) άγριος2) ((of land) not cultivated.) ακαλλιέργητος3) (uncivilized or lawless; savage: wild tribes.) απολίτιστος4) (very stormy; violent: a wild night at sea; a wild rage.) άγριος, βίαιος5) (mad, crazy, insane etc: wild with hunger; wild with anxiety.) έξαλλος6) (rash: a wild hope.) παράλογος, εξωφρενικός7) (not accurate or reliable: a wild guess.) παράτολμος8) (very angry.) έξαλλος, μαινόμενος•- wildly- wildness
- wildfire: spread like wildfire
- wildfowl
- wild-goose chase
- wildlife
- in the wild
- the wilds
- the Wild West -
11 свирепый
επ., βρ: -реп, -а, -о.1. άγριος, θηριώδης. || μτφ. θηριόψυχος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής, αδυσώπητος. || αυστηρότατος•-ая цензура αυστηρότατη λογοκρισία.
2. σφοδρός, άγριος, δριμύς•свирепый ветер σφοδρός άνεμος•
-ая зима βαρύς (δριμύς) χειμώνας, βαρυχειμωνιά.
|| λυσσώδης, μανιώδης. -
12 Wild
adj.Not cultivated: P. and V. ἄγριος (also of animals).Of country: P. ἄγροικος (Thuc. 3, 106).Beastlike: P. and V. θηριώδης.Of passions: P. and V. ἄκρατος.Make wild, v. trans.: v. ἀγριοῦν, ἐξαγριοῦν.Be made wild: P. and V. ἀγριοῦσθαι (Xen. also Ar.), ἐξαγριοῦσθαι Plat.), ἀπαγριοῦσθαι (Plat.).Alas, brother, your eye grows wild: V. οἴμαι κασίγνητʼ ὄμμα σὸν ταράσσεται (Eur., Or. 253).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wild
-
13 глухой
1. (лишенный слуха) κουφός 2. (незвонкий, приглушенный) υπόκωφος 3. (густо заросший, дикий) πυκνός, αδιαπέραστος 4. (сплошной, без отверстий) τυφλός, - ая дверь η ψευδόπορτα/ψευδόθυρα 5. (ο согласном) лингв. το άηχο σύμφωνο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глухой
-
14 глухцой
глухцо́й1. прил κουφός, κωφός, βα-ρύκοος·2. прил (о голосе, звуке) ὑπόκωφος, πνιχτός, βραχνός:\глухцой согласный лингв. τό ἄφωνο[ν] σύμφωνο[ν]·3. прил (отдаленный, тихий) ἀπόμερος, ἀπόκεν-τΡος, μακρυνός, παράμερος:\глухцойая провинция ἡ ἀπομακρυσμένη ἐπαρχία·4. прил (заросший) πυκνός, ἄγριος, ἀκαλλιέργητος· ^. -
15 грозный
грозн||ыйприл1. (внушающий страх) τρομερός, φοβερός:\грозный враг ὁ φοβερός ἐχθρός· \грозныйая сила ἡ τρομερή δύναμη· \грозный час ἡ τρομερή ὠρα· \грозныйая опасность ὁ φοβερός κίνδυνος·2. (выражающий угрозу) ἀπειλητικός, ἄγριος:\грозныйое письмо́ τό ἀπειλητικό γράμμα· \грозный взгляд τό ἀπειλητικό (или τό ἀγριο) βλέμμα· ◊ Иван Грозный Ίβάν ὁ Τρομερός. -
16 дикорастущий
дикорастущийприл ἄγριος. -
17 дичать
дичатьнесов γίνομαι ἄγριος (о растениях)/ ἀγριεΰω, γίνομαι ἀγρίμι (о человеке). -
18 злой
злойприл1. κακός:\злой умысел ἡ κακή πρόθεση, ὁ κακός σκοπός·2. (сильный) ἄγριος, δυνατός· ◊ злые языки́ οἱ κακές γλώσσες. -
19 лютый
лют||ыйприл1. (свирепый) θηριώδης, ἄγριος (о животных)/ ἀπάνθρωπος (о человеке)·2. перен ἀσπονδος:\лютыйая ненависть τό ἄσπονδο μίσος·3. (о морозе и т. п.) δυνατός. -
20 недобрый
недобр||ыйприл1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):\недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:\недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις.
См. также в других словарях:
ἄγριος — living in the fields masc nom sg ἄγριος living in the fields masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
άγριος — α, ο 1. για ζώα, αυτά που δεν έχει εξημερώσει ο άνθρωπος. 2. για φυτά, αυτά που δεν καλλιεργούνται, τα αυτοφυή: Αγόρασα αγριοράδικα. 3. για ανθρώπους, αυτοί που μένουν απολίτιστοι, βάρβαροι: Οι άγριοι της Αφρικής. 4. γενικά για άψυχα, αυτά που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγριος πεύκος — ο το αγριόπευκο* … Dictionary of Greek
άγριος σόχος — ο ο αγριοζοχός* … Dictionary of Greek
άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) … Dictionary of Greek
ζαμπούκος, άγριος — Φυτό της οικογένειας των βαλεριανιδών. Είναι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία νάρδος η κονδυλόρριζοςβαλεριάνα η διοσκουρίδειος. Πρόκειται για πολυετή πόα, με βλαστό όρθιο και φύλλα με αραιό τρίχωμα. Τα άνθη της είναι ρόδινα ή άσπρα. Απαντά … Dictionary of Greek
ζοχός, άγριος — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι ελμίνθια εχιδιοειδής (helminthia echioides) και ουρόσπερμα το πικριδιοειδές (urospermum picroides). Πρόκεται για μονοετή πόα, με βλαστό ύψους 10 40 εκ., όρθια και διακλαδισμένη … Dictionary of Greek
ἀγριώτερον — ἄγριος living in the fields adverbial comp ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… … Dictionary of Greek