-
1 άγιος
[агьйс] εχ. святой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άγιος
-
2 святой
επ., βρ: свят, свята, свято.1. άγιος•Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•
Святая Троица η Αγία Τριάδα•
святые места οι άγιοι τόποι•
святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•
святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•
святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).
2. ουσ. το ιερό•для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•
жития -ых οι βίοι των αγίων.
|| ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•
клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.
|| ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.
4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•-ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.
5. ύψιστος•святой долг ιερό καθήκο.
εκφρ.святой отец – πάτερ•- ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•хоть -ых (вон) неси (выноси) – παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος). -
3 Айос-Эвстратиос
-
4 Сан-Франциско
-
5 святой
-
6 Сент-Джорджес
-
7 святой
свят||ой1. прил ίερός, ἀγιος:\святойа́я обязанность τό ιερό καθήκον для него́ нет ничего́ \святойо́го δέν ἐχει ὁὔτε ίερό οὔτε δσιο·2. м ὁ "Αγιος· ◊ \святойая святых τά ἄγια των ἀγίων. -
8 дед
дедм ὁ παππούς, ὁ πάππος:наши \деды (предки) οἱ προγονοί μας· ◊ \дедмороз ὁ "Αγιος-Βασίλης, ὁ "Αη Βασίλης. -
9 святой
[σβιτόΤ] εκ. άγιος, ιερός -
10 святой
[σβιτόΤ] επ άγιος, ιερός -
11 ангел
-а α.1. άγγελος.2. ιδεώδες, ίνδαλμα•ангел красоты αγγελόμορφος.
|| ως χαϊδ. мой ангел! άγγελε μου!3. παλ.άγιος του οποίου το όνομα φέρει ο εορτάζων•поздравляю с -ом χρόνια πολλά για τη γιορτή σου•
день -а η Ονομαστική γιορτή.
-
12 патрон
патрон 1-а α.1. πάτρωνας, προστάτης απελευθερωθέντος δούλου. || πολιούχος άγιος καθολικών.2. αφέντης, κύριος. || προϊστάμενος.патрон 2-а α.1. φυσίγγιο, φυσέκι•боевой патрон ένσφαίρο φυσίγγιο•
холостой патрон άσφαιρο φυσίγγιο.
|| κάλυκας φυσιγγίου.2. (τεχ.) το τρυπανούχο.3. βάση λάμπας, ντούι.4. ιχνάριο, αχνάρι, πατρόν (κοπτικής).5. τύπος σχεδίου σε ύφασμα. -
13 простота
-ы θ.1. απλότητα•провинциальная простота επαρχιακή απλότητα•
простота нравов απλότητα ηθών.
2. το μη πολύπλοκο, μη πολυσύνθετο•простота управлении машины απλότητα χειρισμού μηχανής.
3. απλοϊκότητα, αφέλεια, απλός τρόπος, д ανυποκρισία, αθωότητα, αγαθότητα, έλλειψη πονηριάς.εκφρ.святая простота – άνθρωπος αφελής, άγιος•по -е душевной (сердечный) ή в душе душевной – από μεγάλη ευπιστία ή αφέλεια. -
14 угодник
-а α.-ца, -ы θ.1. κόλακας, γαλίφης, μαλαγάνας.2. (θρησκ.) άγιος, θεαρεστός..
См. также в других словарях:
Ἅγιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅγιος — devoted to the gods masc nom sg ἄγος any matter of religious awe neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
άγιος, -ια, -ιο — (δισύλλαβο), και άγιος, αγία, ο (τρισύλλαβο) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λατρεία του Θεού: Άγιο Βήμα. Άγιος Τάφος. 2. άνθρωπος ευσεβής, αγνός: Αυτός είναι άγιος άνθρωπος. 3. ως ουσ. προσηγορ. προσώπου που το αγιοποίησε η εκκλησία: Άγιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγιος Δημήτριος — I Ονομασία 31 οικισμών. 1. Πόλη (65.173 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, γνωστή και ως Μπραχάμι. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Αθήνας, σε απόσταση 5 χλμ. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Αθηνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ … Dictionary of Greek
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… … Dictionary of Greek
Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής … Dictionary of Greek
Άγιος Κωνσταντίνος — I Μικρό νησί στον Κρισσαίο κόλπο, μπροστά στο λιμάνι της Ιτέας. Στο νησί αυτό ίδρυσε το 1720 σχολείο ο Νικόλαος Λογοθέτης, στο οποίο δίδαξαν ο ιερομόναχος Καβρίκος από την Αγία Ευφημία της Ευρυτανίας και ο Πρωτόπαπας από τα Άγραφα. To σχολείο… … Dictionary of Greek
Άγιος Πέτρος — I (Ρώμης). Ο μεγαλύτερος χριστιανικός ναός, στη δεξιά όχθη του Τίβερη, δίπλα στο Βατικανό. Ο ναός βρίσκεται στην ίδια θέση με έναν ειδωλολατρικό ναό και ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Απόστολος Πέτρος. Στα χρόνια… … Dictionary of Greek
Άγιος Αχίλλειος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 28 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο νησάκι της Λίμνης της Μικρής Πρέσπας. Παλαιότερα, το μικρό σήμερα χωριό είχε γνωρίσει ακμή όπως μαρτυρεί o οικισμός που βρέθηκε και είναι της εποχής του Μ.… … Dictionary of Greek
Άγιος Βησσαρίων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 775 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης. Ο οικισμός Άγιος Βησσαρίωνας στον νομό Τρικάλων … Dictionary of Greek