-
1 χυμοί
χῡμοί, χυμόςjuice: masc nom /voc plχυμόωimpart a taste: pres subj mp 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres ind mp 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres subj act 3rd sg -
2 πικρός
πικρός, bei Dichtern auch 2 Endgn, wie Od. 4, 406, eigtl. spitz, scharf (vgl. Buttm. Lexil. I p. l 7), ὀϊστός, βέλεμνα, Hom.; γλωχίν, Soph. Trach. 678; daher übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; – a) vom Geschmack, herb, bitter; ῥίζα, Il. 11, 846; ἅλμη, Od. 5, 322; ähnlich δάκρυον, 4, 153; ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς οἶνος, Aesch. Ag. 944; πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ, Soph. frg. 733; Ggstz von γλυκύς, Her. 7, 35; so auch τὸ λεγόμενον πικρῷ γλυκὺ μεμιγμένον, Plat. Phil. 46 c; πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί, Tim. 86 e. – b) vom Geruch, durchdringend, Od. 4, 406. – c) vom Gefühl, stechend, schneidend, tief schmerzend, ὠδῖνες, Il. 11, 271, wie Soph. Trach. 41, u. eben so, πικροῠ τοῠδ' αἰόλου κνώδοντος, Ai. 1003. – d) vom Gehör, durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen, Ar. Pax 795, πικρᾶς οἰμωγᾶς, Soph. Phil. 189, φϑόγγος, O. C. 1606, u. ä., πικρᾶς ὄρνιϑος ὀξὺν φϑόγγον, Ant. 419. – el überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt, Od. 17, 448; πικροτάτα τελευτά, Pind. I. 6, 43; δύαι, Aesch. Prom. 178; τιμωρία, Pers. 465; γάμου πικρὰς τελευτάς, Ag. 725, λύπη, Soph. bl. 644; ἀγῶνες, Ai. 1218; vgl. πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι, El. 462; νόστος, Eur. Phoen. 956; λύπη, Or. 1105; πικροτάτους δεσμούς, Bacch. 634; πικροὺς ἰγώ σοι δείξω νόμους, Ar. Av. 1045; u. in Prosa; ούδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον, Antiph. 2 β 4; χαλεπὴν καὶ σφόδρα πικρὰν γειτονίαν, Plat. Legg. VIII, 843 c; λόγοι, Gorg. 522 b. – f) auch von Personen, heftig, jähzornig, bes. feindselig, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, Aesch. Ch. 232; ἄϑεον ἄνδρα καὶ τοκεῠσιν πικρόν, Eum 147; πικρὸς πολίταις ἐστίν, Eur. Med. 224, u. öfter; εἴς τινα, Her. 1, 123; πονηρὸς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης vrbdt Dem. 25, 45; u. so adv., ὠμῶς καὶ πικρῶς ἔχειν ἐπί τινι, ib. 83; τύραννος, Pol. 7, 13, 7; δικαστής, streng, 5, 41, 3; καὶ ἀπαραίτητος u. ä. oft (vgl. Arist. eth. 4, 11); u. so auch im adv., πικρῶς διακεῖσϑαι πρός τινα, 4, 14, 1; πικρότατα χρῆσϑαί τινι, 1, 72, 3, u. a. Sp. – [ Hom. braucht ι lang, es findet sich aber auch kurz, Soph. Ai. 500, Theocr. 8, 74]
-
3 χολ-ώδης
-
4 αγλευκης
-
5 χολωδης
21) похожий на желчь, желчеобразный(χυμοί Plat.; ὑγρότης Arst.)
χολώδη χρώματα Plat. — цвета, напоминающие цвет желчи2) страдающий болезнью желчного пузыря Arst.3) желчный, раздражительный -
6 χυμος
ὅ1) сок(φυτῶν χυμοί Plat.; χυμοὴ σαρκός Arst.)
2) вкус, вкусовое ощущение(χυμοὴ καὴ ὀσμαὴ καὴ χρόαι Plut.)
3) вкус, чувство вкусаὁ χ. ἕν τι τῶν ἁπτῶν ἐστιν Arst. — чувство вкуса относится к разряду осязательных
-
7 εἴλω
εἴλω (also [full] εἰλέω, [full] εἱλέω, [full] εἴλλω, [full] εἵλλω, [full] ἴλλω; εἱλῶνται is f.l. in Aret.SD1.2), a word whose meanings are traceable to various roots of similar form, v. infr. D.—From εἴλω ([tense] pres. in Hom. only [voice] Pass. part. εἰλόμενος (v. infr.)), we have [dialect] Ep. [tense] aor.Aἔλσα Il.11.413
, inf.ἐέλσαι 21.295
, [dialect] Dor. part.ἔλσαις Pi.O.10(11).43
:—[voice] Med., [tense] aor.ἠλσάμην Semon.17
:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἐάλην [pron. full] [ᾰ] Il.13.408; inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, 16.714, 18.76; part. ἀλείς, εῖσα, έν 22.308: [tense] pf. ἔελμαι, part. -μένος 13.524
:—for ἐόλει, ἐόλητο, v. ἐόλει.—Fromεἰλέω Il.2.294
: [tense] impf.εἴλεον Od.22.460
; [var] contr.εἴλει Il.8.215
, Od.12.210;ἐείλεον Il.18.447
: [tense] fut. , AP12.208 (Strat.): [tense] aor. , Dsc.5.87 (ἐν-):—[voice] Med., [tense] impf.εἰλεῦντο Il.21.8
; part.εἰλεύμενος Hdt.2.76
:—[voice] Pass., [tense] aor.εἰλήθην Hp.Morb.4.52
: [tense] pf. and Is.11.5 (s. v. l.), Lyc. 1202: [tense] plpf.εἴληντο J.AJ 12.1.9
.A shut in (less freq. shut out, εἰλέσθων τοῦ ἱαροῦ let them be shut out from the temple, IG22.1126.48 (iv B.C.)); [Ὀδυσῆα] ἔλσαν ἐν μέσσοισι μετὰ σφίσι, πῆμα δὲ ἔλσαν (Zenod., v.l. πῆμα τιθέντες) Il.11.413;ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ Od.12.210
, cf. 22.460;ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί· εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι Od.19.200
;ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294
;εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir. 840a33
, cf. EM298.29; εἰς ἄστυ ἄλεν (for ἄλησαν) Il.22.12;κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα 24.662
;ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων 18.287
; ; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ponded water, prevented from flowing away, Il.23.420; ὅσοι πικροὶ.. χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι (v.l. εἰλόμενοι) τὴν ἀφ' αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, Pl.Ti. 86e.2 hinder, hold in check, prevent,ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος Il.13.524
, cf. A.Fr.25: ἔλλοψ (as though ἴλλοψ ) is derived from ἴλλεσθαι = εἴργεσθαι and ὄψ = φωνή by Ath.7.308c.3 enclose, cover, protect,ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας Callin.1.11
; τῇ ὕπο (sc. τῇ ἀσπίδι) πᾶς ἐάλη he was entirely covered, Il.13.408.B press, as olives and grapes, Paus.Gr.Fr.155; ἀμφὶ βίην Διομήδεος.. εἰλόμενοι huddling around him, Il.5.782; ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς ἀνδρῶν, εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην here where men throng, ib. 203;πλῆθεν.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν εἰλομένων· εἴλει δὲ.. Ἕκτωρ 8.215
, cf. 1.409, 18.447, 21.295; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων ib. 607; ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο they were forced into the river, ib.8; εἱλουμένης τῆς τροφῆς the nourishment being concentrated, Thphr.CP6.11.8;θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα Od.11.573
; [λέων] ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ hard- pressed, A.R.2.27;ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατερριζοῦτο Pl.Ti. 76b
:—[voice] Pass., of crowds, swarm, jostle one another,ἐν ὀλίγῳ εἰλουμένους Plu.Crass.25
; of ants, Luc.Icar.19.2 in [tense] aor. [voice] Pass., of a man or animal, contract his body, draw himself together, ; ἐνὶ δίφρῳ ἧστο ἀλείς ( huddled up),ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
; of a lion when struck,ἐάλη τε χανών 20.168
; of a warrior,Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν 21.571
; , Od. 24.538.II without the idea of pressure, collect,ἐν Πίσᾳ ἔλσαις στρατὸν λείαν τε πᾶσαν Pi.O.10(11).43
:—[voice] Pass., Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνθάδε πάντας to assemble, Il.5.823.C (found only in the forms εἰλέω ([etym.] εἱλ-) , ἴλλω) wind, turn round, ; ἀπὸ δὲ τῶ[ν πετρῶν] ἴλλει ἡ στεφάνη ἐπὶ τὸν λόφον GDIiv p.847 (iv B.C.);νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος A.R.2.571
; roll, γλῶσσαν dub.in Call.Iamb.1.144:— [voice] Pass., revolve, move to and fro,ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340
(lyr.);οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἰλέονται Luc.Astr.29
; περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν ἰών, as etym. of ἥλιος ([etym.] ἀέλιος), Pl.Cra. 409a; εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος they pivot or swing round on the sound leg, Hp.Art.52, cf. Mochl.20; of a flame,περὶ δ' αὐτὸν εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104
; κατ' αὐτὸν (sc. τὸν κισσὸν) ἕλιξ εἰλεῖται is twined round, Theoc.1.31; ap. Stob.1.3.52; also of hair on the crown, to be whorled, Ruf.Onom.13.II roll up tight, [κῶας] εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181
;τὴν μηλωτὴν εἱλήσας LXX 4 Ki. 2.8
:—[voice] Pass., ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσι furled, A.R.1.329.III metaph. in [voice] Pass., ἐν ποσὶ εἱλεῖσθαι to be familiar, Hdt. 2.76;οἱ περὶ τὰς δίκας εἱλούμενοι Max.Tyr.28.3
, cf. Alciphr.3.60,64.D It seems impossible to derive all the above uses from an orig. sense squeeze, though most of those under A and B, as well as C. II, might be so explained; but A seems to imply a root meaning bar, cf. ἀποϝηλέω, ἐγϝηληθίωντι, ϝήλημα (βήλημα), εἶλαρ, and C is to be compared with εἰλύω, Lat. volvo: some passages are doubtful in meaning, μή νυν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί do not roll or wrap your thought round you, or do not confine your thought within you, Ar.Nu. 761; γῆν.. ἰλλομένην (v.l. εἱλλ-, εἰλλ-) was taken to mean revolving by Arist.Cael. 293b31 (cf.περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Mete. 356a5
) but expld. (omitting τήν ) as packed tightly about.. by Procl.in Ti.3.136 D.; ἐν δὲ τῇ ταραχῇ (in the churning) εὐρυχωρίης γινομένης, εἰλέεται (sc. τὸ ὑγρόν) ἀποκεκριμένον καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα perh. is squeezed out, Hp. Morb.4.51; πρὶν δὲ ταραχθῆναι οὐκ ἔχει ἐκχωρέειν τὸ πλεῖον τοῦ ὑγροῦ, ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλέεται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ is driven up and down, ibid.:— νῆα κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας (ἐλάσας Zenod.
) ἐκέασσε prob. striking the ship.., Od.5.132, cf. 7.250 (only here in this sense). -
8 θολερός
A muddy, foul, turbid, opp. καθαρός or λαμπρός, prop. of troubled water, Hdt.4.53, Hp.Aër.8, Th.2.102;θ. καὶ πηλώδης Pl.Phd. 113b
: metaph.,λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμείξας E. Supp. 222
;θ. οὖρα Hp.Epid.1.7
; ([comp] Sup. - ώτατος); αἷμα Arist.Somn.Vig. 458a14
([comp] Sup.);χυμοί Thphr.CP6.3.4
([comp] Comp.);νεφέλαι AP9.277
(Antiphil.):χρώς Ael.NA14.9
;πλίνθος Theoc.16.62
;δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν Plu.2.670a
.2 θ. πνεῦμα dub. l. in Hp. Prorrh.1.39 (v. θαλερός).II metaph., troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι troubled words of passion (compared to a torrent), A.Pr. 885 (anap.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας with turbid storm of madness, S.Aj. 206 (anap.); θολερῷ κυνόδοντι with passionate tooth, Nic.Th. 130 codd. ( θαλερῷ cj. Schneider). Adv. - ρῶς dub. in Com.Adesp.865.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολερός
-
9 στηρίζω
A- ίξω Hp.Morb.4.52
(v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, , Je.17.5, - ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: [tense] aor.ἐστήριξα Il.4.443
, [dialect] Ep. ; inf.στηρίξαι Od.12.434
, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part.στηρίξας Sor.2.57
; opt.στηρίξειεν Th.2.49
; , App.BC1.98; imper.στηρισάτω AP14.72
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐστηριξάμην Il.21.242
, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later , Plu.Eum.11: [tense] fut.στηρίξομαι Philostr.VA5.35
:—[voice] Pass., [tense] fut.στηριχθήσομαι Gal.UP9.16
: [tense] aor.ἐστηρίχθην Tyrt.11.22
, Hp.VC3, Gal.15.126: [tense] pf.ἐστήριγμαι Hes.Th. 779
, Hp.Morb.3.3, etc.; inf.ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19
: [tense] plpf.ἐστήρικτο Il.16.111
, Hes.Sc. 218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61;σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10
; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th. 498;βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49
;λίθον διορίζοντα ὅρους.. στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769
(Palestine, iii/iv A.D.).2 support, ; feed up a patient, Gal.19.192;σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34
, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish,τὴν ἀρχήν App.BC1.98
;τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32
, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57.3 [voice] Med., ground, establish for oneself,κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr. 299
;πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72
; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.).B [voice] Pass. and [voice] Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11;οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc. 218
; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th. 779; ;στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22
;πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete. 376b23
(s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA 499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι ς. AP7.731 (Leon.);Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9
(Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230, 274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu. 395b4;λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23
; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204.2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου.. στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj. 194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν ¯ must be firmly pronounced, D.H.Comp.22.3 of diseases,= infr. 11.2,μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126
, cf. 789,855, Aret.SA1.5.II [voice] Act. intr. in same sense,οὐδέ πῃ εἶχον.. στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον.. Od.12.434
; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp. 1207: metaph.,οὐρανῷ στηρίζον.. κλέος Id.Ba. 972
; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib. 1083, cf. Plu.Sull.6.2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49;ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33
;εἰ.. ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12
; cf.στήριξις 2
.3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2.4 metaph., ἐπὶ δόγματος ς. hold fast to an opinion, D.L.2.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηρίζω
-
10 φαρμακώδης
φαρμᾰκ-ώδης, ες,1 medicinal, Arist.HA 624a18, Mir. 835b32, Pr. 863b32;γάλα Thphr.HP9.15.4
([comp] Sup.);χυμοί Id.CP6.4.6
([comp] Comp.);ποτήματα Sor.2.29
; τὰ -ωδέστερα φάρμακα ib.33.3 of places, rich in medicinal herbs, Thphr.HP9.15.4 (Posit. and [comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακώδης
-
11 φλεγμώδης
φλεγμώδης, ες,A = φλεγματώδης, χυμοί Gal.9.460 (s. v. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλεγμώδης
-
12 χολώδης
χολ-ώδης, ες,A = χολοειδής, like bile or gall, bilious, ἐκκρίσιες, ἔμες μα, Hp.Aph.2.15, Epid.6.4.4.; ; ; caused by biliousness,Hp.
Epid.6.5.8; bilious persons,Arist.
Metaph. 981a12, Ruf. ap. Orib.7.26.12, Gal.15.568.II bilious, angry,χ. τι ὑποβλέπειν Luc.Vit. Auct.7
, cf. Philostr.Im.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολώδης
-
13 ἐμφανής
ἐμφαν-ής, ές,II visible to the eye, manifest,a of persons, S.Tr. 199, etc.; esp. of the gods appearing bodily among men, E.Ba.22, Ar.V. 733, Pl.Alc.2.141a; soὄψις ἐ. ἐνυπνίων A.Pers. 518
; ; ἐ. τινὰ ἰδεῖν see him bodily, S.Aj. 538, cf. Ar. Th. 682; ; πῶς ἂν ὑμὶν ἐμφανὴς.. γενοίμην; how could I make it manifest? Id.Ph. 531; ἐμφανὴς τιμαῖσιν, = ἐμφανῶς τιμώμενος, Id.OT 909 (lyr.); ἐ. ζῷα familiar animals, Epicur.Ep.2p.43U.b as legal term, ἐμφανῆ παρέχειν τινά to produce a person or thing in open court, Antipho 5.36, cf. D.56.38; so ἐμφανῆ καταστῆσαι produce in court, either the property or the vouchers, Id.52.10; ἐμφανῶν κατάστασις, actio ad exhibendum, Is.6.31, D.53.14.c of things, ; ἐ. τεκμήρια visible proofs, Id.El. 1109; ἄλγος ἐ. Pi.Fr. 210;κλαυθμός Hdt.1.111
; μεῖξις ib. 203;Χυμοί Thphr. CP6.3.4
([comp] Sup.); ἐ. κόσμος visible sky, Vett. Val.8.12; τὰ ἐ. κτήματα the actual property, X.HG5.2.10;τοῦ μέλλοντος καὶ μὴ -οῦς Th.3.42
; εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι to come into light, come forward, X. Mem.4.3.13; εἰς τοὐ. ᾠοτοκεῖν, ζῳοτοκεῖν, Arist.HA 510b20, 511a23; ἀεὶ ἐ. εἶναι to be constantly in evidence, X.Ages.9.1.2 manifest, palpable, ;βία Th.4.86
; ἐ. λόγος a plain speech, A.Eu. 420; τῷ ἐμφανεῖ λόγῳ openly, Th.7.48;τὴν διάνοιαν ἐ. ποιεῖν διὰ φωνῆς Pl.Tht. 206d
;ἐμφανές ἐστιν ὅτι.. X.Hier.9.10
.III Adv. - νῶς, [dialect] Ion. - νέως, visibly, openly, Hdt.1.140, A.Ag. 626, Th.7.48, etc.; ; ἐ. ἐλευθεροῦν without doubt, Hdt.6.123; ἐ. ἠμύνατο openly, i.e. not secretly or treacherously, S.Tr. 278; οὐ λόγοις, ἀλλ' ἐ. but really, Ar.Nu. 611: [comp] Comp. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφανής
-
14 ἐνίσχω
A = ἐνέχω:—[voice] Med., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν to keep in one's voice, Plu.Cic.35:—[voice] Pass., to be held fast, Hdt.4.43;προχοῇσιν A.R. 1.11
; ἔν τινι v.l. for ἐνεχ- in X.An.7.4.17; of phlegm, etc., to be impacted,χυμοὶ ἐνισχόμενοι Gal.15.221
-
15 ὁμότιμος
A equally valued or honoured, held in equal honour, Il. 15.186 ; μακάρεσσι with them, Theoc.17.16 ;μακάρων Nonn.D.7.103
: c. gen. rei, τῆς στρατηγίας ὁ. having an equal share in the command, Plu.Fab.9; οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι, among the Persians, chief nobles, peers, X.Cyr.2.1.9, cf. 7.5.85 : as title at the court of the Ptolemies,οἱ ὁ. τοῖς συγγενέσι PTeb. 254
(ii B.C.), PPar.15.20(ii B.C.). Adv.- μως Aristaenet.1.3
, Phlp.in APr.13.20, in AP0.367.9.2 equal in degree,σηπεδὼν ἐν ἅπασι τοῖς ἀγγείοις Gal.10.745
. Adv.- μως Id.2.653
, al.;ὁ. οἱ χυμοὶ διασήπονται Id.10.606
, cf.Ascl.in Metaph. 226.32, Steph.in Gal.1.270 D.: c. dat.,τοῖς ἰδίοις.. γνωρίσμασι τὰ συνακολουθοῦντα πολλάκις ὁ. γράφων
no less than..,Gal.
9.385.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότιμος
См. также в других словарях:
χυμοί — χῡμοί , χυμός juice masc nom/voc pl χυμόω impart a taste pres subj mp 2nd sg χυμόω impart a taste pres ind mp 2nd sg χυμόω impart a taste pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
πέψη — Bλ. λ. πεπτικό σύστημα. * * * η / πέψις, εως, ΝΜΑ [πέσσω] ο μετασχηματισμός τών τροφών σε απλές χημικές ουσίες, ικανές να διεισδύσουν στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στο αίμα ή στη λέμφο ενός οργανισμού αρχ. 1. η ωρίμαση, το να γίνουν οι καρποί… … Dictionary of Greek
παστερίωση — Μέθοδος εξουδετέρωσης με χρήση θερμότητας των φυσικών ενζύμων ή παθογόνων σπερμάτων που βρίσκονται σε οργανικά υγρά. Ο Παστέρ υπήρξε ο πρώτος που επινόησε τη μέθοδο αυτή για την αποστείρωση των υγρών. Η π. εφαρμόζεται ειδικά για να συντηρηθεί το… … Dictionary of Greek
πωρώδης — ῶδες, Α [πῶρος] 1. ο όμοιος με πώρο 2. φρ. «πωρώδης λίθος» ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῡτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.) … Dictionary of Greek
σηπεδών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδες αρχ. 1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη 2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» πυώδεις χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υγρόδρυος — ον, ΜΑ υδατώδης αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑγρόδρυα φυτικοί χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + δρῦς] … Dictionary of Greek
χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek